Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ὡς ἀπ' ὀμμάτων

  • 1 ομματών

    ὀμματόω
    furnish with eyes: pres part act masc voc sg (doric aeolic)
    ὀμματόω
    furnish with eyes: pres part act neut nom /voc /acc sg (doric aeolic)
    ὀμματόω
    furnish with eyes: pres part act masc nom sg
    ὀμματόω
    furnish with eyes: pres inf act (doric)

    Morphologia Graeca > ομματών

  • 2 ὀμματῶν

    ὀμματόω
    furnish with eyes: pres part act masc voc sg (doric aeolic)
    ὀμματόω
    furnish with eyes: pres part act neut nom /voc /acc sg (doric aeolic)
    ὀμματόω
    furnish with eyes: pres part act masc nom sg
    ὀμματόω
    furnish with eyes: pres inf act (doric)

    Morphologia Graeca > ὀμματῶν

  • 3 ομμάτων

    ὄμμα
    eye: neut gen pl
    ὀμματόω
    furnish with eyes: imperf ind act 3rd pl (doric aeolic)
    ὀμματόω
    furnish with eyes: imperf ind act 1st sg (doric aeolic)

    Morphologia Graeca > ομμάτων

  • 4 ὀμμάτων

    ὄμμα
    eye: neut gen pl
    ὀμματόω
    furnish with eyes: imperf ind act 3rd pl (doric aeolic)
    ὀμματόω
    furnish with eyes: imperf ind act 1st sg (doric aeolic)

    Morphologia Graeca > ὀμμάτων

  • 5 ὄμμα

    ὄμμα, [dialect] Aeol. [full] ὄππα Sapph.2.11: τό:—
    A eye, poet. word, rare in Prose (Th.2.11, Pl.Ti. 45c, al., X.Cyr.8.7.26, Mem.1.4.6, al., Thphr.Sens. 50, al., Polystr.Herc.346p.81V., BGU713.9 (i A.D.), IG42(1).121.121 (Epid.)): Hom. and Hes. only use pl.,

    κατὰ χθονὸς ὄμματα πήξας Il.3.217

    ;

    ὕπνον ἐπ' ὄμμασι χεῦε Od.5.492

    , etc.: sg. in Pi.N.10.63 and Trag. (v. infr.):—Phrases: ὀρθοῖς ὄμμασιν ὁρᾶν τινα look straight at, S.OT 1385 ;

    ἀναβλέψαι ὀρθ. ὄμμ. X.HG7.1.30

    ;

    ἐξ ὀμμάτων ὀρθῶν S.OT 528

    ; also οὐκ οἶδ' ὄμμασιν ποίοις βλέπων πατέρα ποτ' ἂν προσεῖδον how I could have looked him in the face, ib. 1371, cf. Aeschin.3.121 ;

    ὁρᾶν τινα ἐν ὄμμασι S.Tr. 241

    ; ποῖον ὄ. πατρὶ δηλώσω ; Id.Aj. 462 ; τέοισί με χρὴ ὄμμασι.. φαίνεσθαι; Hdt.1.37 ; λαμπρὸς ὄμματι radiant in look or expression, S.OT81 ;

    ἄλλοσ' ὄ. θἀτέρᾳ δὲ νοῦν ἔχειν Id.Tr. 272

    ; προσέσχον ὄ. turned their eyes on him, E.HF 931 ; ἐς σὸν ἐλθεῖν ὄ. come within sight of thee, Id.Heracl. 887 ; κατ' ὄμματα before one's eyes, S.Ant. 760 ; κατ' ὄμμα ἐλθεῖν face to face, E.Andr. 1064 ; κατ' ὄμμα στῆναι in full sight, openly, ib. 1117 ; opp. νύκτωρ, Id.Ba. 469 ; κρατιστεύων κατ' ὄμμα in eye-sight, of the Sun, S.Tr. 102 (lyr.) (but λαμπρὰ καὶ κατ' ὄμμα καὶ φύσιν is dub. in 379) ; πρευμενοῦς ἀπ' ὄμματος ἰδέσθαι look kindly on, A.Supp. 210 ;

    πεύθομαι δ' ἀπ' ὀμμάτων νόστον Id.Ag. 988

    (lyr.) ; ὡς ἀπ' ὀμμάτων to judge by the eye, S.OC15, cf. E.Med. 216 ; ἐν ὄμμασι before one's eyes, A.Pers. 604 ;

    ἐν τοῖς ὄ. Th.2.11

    ;

    ἐπ' ὀμμάτων E. Supp. 1153

    (lyr.) ; so παρ' ὄμμα, εἰ δ' ἦν παρ' ὄμμα θάνατος ib. 484 ; ἐξ ὀμμάτων out of sight, Id.IA 743 ;

    ἄπειμ' ἐξ ὀ. Phryn.Trag.21

    ; πρὸ ὀμμάτων τίθεσθαι, ποιεῖν, Arist.Po. 1455a23, Rh. 1386a34 ; πρὸ ὀ. θέσις Polystr.l.c.
    2 metaph.,

    τὸ τῆς ψυχῆς ὄ. Pl.R. 533d

    , Iamb.Protr. 21.κδ'.
    II the eye of heaven, i.e. the sun,

    ὄ. αἰθέρος Ar.Nu. 285

    , cf. E.IT 194 (anap.) ; but ὄ. νυκτός is a periphrasis for night (v. infr. v), ἕως.. νυκτὸς ὄμμ' ἀφείλετο (sc. τὴν μάχην) A.Pers. 428 ; ὅταν δὲ νυκτὸς ὄ. λυγαίας μόλῃ the dark night, E.IT 110 ;

    νυκτὸς ὄ. τῆς μελαμπέπλου Alex.89

    ; cf.

    ὀφθαλμός 111

    ,

    βλέφαρον 11

    .
    III generally, light: hence, metaph., that which brings light, ὄμμα ξείνοισι a light to strangers, Pi.P.5.56 ;

    ὄ. δόμων νομίζω δεσπότου παρουσίαν A.Pers. 169

    ;

    ἄελπτον ὄμμ' ἐμοὶ φήμης ἀνασχὸν τῆσδε S.Tr. 203

    .
    2 metaph., anything dear or precious, as the apple of an eye,

    ὄ. γὰρ πάσης χθονὸς.. ἐξίκοιτ' ἄν A.Eu. 1025

    .
    IV face or human form,

    ὦ δυσθέατον ὄ. S.Aj. 1004

    ;

    ἐμπαίει τί μοι ψυχῇ ξύνηθες ὄ. Id.El. 903

    ;

    τὸ ἐρωτικὸν ὄ. Pl.Phdr. 253e

    : as periphr. of the person, ὄ. πελείας, = πελεία, S.Aj. 140 (anap.) ; ὄ. νύμφας, = νύμφα, Id.Tr. 527 (lyr.) ; ξύναιμον ὄ., = ξυναίμων, Id.Aj. 977 ; ὦ ταυρόμορφον ὄ. Κηφισοῦ, = ὦ ταυρόμορφε Κηφισέ, E. Ion 1261 ; v. supr. 11 and cf. ὄνομα IV.
    V ὄ. τυκτόν eye-hole in a helmet, Nonn.D.22.62.

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὄμμα

  • 6 στάζω

    στάζω, Hippon.57, etc.: [tense] fut.
    A

    στάξω LXXJe.49(42).18

    , [dialect] Aeol. [ per.] 3pl.

    στάξοισι Pi.P.9.63

    , [dialect] Dor. [ per.] 1pl.

    σταξεῦμες Theoc.18.46

    : [tense] aor.

    ἔσταξα E. HF 1355

    , [dialect] Ep.

    στάξα Il.19.39

    , Pi.N.10.82:—[voice] Pass., ([etym.] ἐν-) Dsc.2.179: [tense] aor. 1 ἐστάχθην ([etym.] ἐπ-) Hp.Ulc.21: [tense] aor. 2 ἐστάγην ([etym.] ἐπ-, ἐν-) Dsc.1.19, 2.35:
    I c. acc. rei, drop, let fall or shed drop by drop, [

    Θέτις] Πατρόκλῳ.. νέκταρ στάξε κατὰ ῥινῶν Il.19.39

    , cf. 348, 354;

    σπέρμα θνατὸν ματρὶ τεᾷ στάξεν Pi.N.10.81

    ;

    ἐξ ὀμμάτων σ. αἷμα A. Ch. 1058

    ;

    ἱδρῶτα σώματος ἄπο E.Ba. 620

    (troch.), cf. Tr. 1199;

    βότρυν Id.Ph. 230

    (lyr.);

    ὕδωρ σ. πέτρα Id.Hipp. 122

    (lyr.); esp. of tears,

    σ. δάκρυ Id.IA 1466

    ;

    ἀπ' ὀμμάτων ἔσταξα πηγάς Id.HF 1355

    ; and metaph.,

    κατ' ὀμμάτων σ. πόθον Id.Hipp. 526

    (lyr.);

    μυριάδας χαρίτων AP5.12

    (Phld.);

    ἵμερον ἐξ ὀμμάτων Callistr.Stat.14

    .
    2 c. dat. rei, αἵματι στάζοντα χεῖρας having one's hands dripping with blood, A. Eu.42;

    κάρα στάζων ἱδρῶτι S.Aj.10

    ;

    ἀφρῷ γένειον E.IT 308

    : also without acc., the part affected being in the nom.,

    στάζουσι κόραι δακρύοισι Id. Ion 876

    (anap.);

    χέρ' αἵματι στάζουσαν Id.Ba. 1163

    (lyr.): rarely c. gen.,

    χεὶρ στάζει θυηλῆς εος S.El. 1423

    .
    II fall in drops, drip, trickle, ὕδωρ ς. Hdt.6.74;

    στάζει.. φοίνιον τόδ'.. αἷμα S.Ph. 783

    : metaph.,

    σ. δ' ἐν ὕπνῳ πρὸ καρδίας.. πόνος A.Ag. 179

    (lyr.);

    ψόφος σ. δι' ὤτων E.Rh. 566

    ;

    στάζω λισσάδος ὡς πέτρας λιβὰς ἀνήλιος Id.Andr. 533

    (lyr.): c. gen., ὀπὸν στάζοντα τομῆς dripping from the cut, S.Fr. 534 (anap.);

    αἷμα ἐξ ἄκρου ἔσταζε κρατός E.Med. 1199

    , etc.;

    σμικρὸν ἀπὸ ῥινῶν ἔσταξεν Hp.Epid.1.14

    .
    2 of dry things, as ripe fruit, drop off, A.Supp. 1001 (dub. l.).

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > στάζω

  • 7 ἀπό

    ἀπό, [dialect] Aeol., Thess., Arc., Cypr. [full] ἀπύ Sapph.44, cf. 78, Alc.33, Theoc.28.16,IG12(2).6.45 (Mytil.), ἀπυδόμεναι ib.9(2).594 ([place name] Larissa), 5(2).6 ([place name] Tegea), etc.:—Prep. usually with Gen. but v. infr. B. (Cf. Skt.
    A ápa, Lat. ab, Umbr. ap-ehtre 'ab extra', Goth. af, OE. af, cef, of, etc.) Orig. sense, from. [ ᾰπο?ἀπόX: where ἀπο ¯ is found in [dialect] Ep. before v or liquids (as

    ἀπὸ ἕθεν Il.6.62

    ,

    ἀπὸ νευρῆς 11.664

    , Hes. Sc. 409) ἀπαί was sometimes written in later texts, cf. Eust. 625.11:— [pron. full] metri gr. in [dialect] Ep. compds., such as ἀπονέεσθαι.]
    I OF PLACE, the earliest, and in Hom. the prevailing sense:
    1 of Motion, from, away from,

    ἐσσεύοντο νεῶν ἄπο καὶ κλισιάων Il.2.208

    ; pleonastic, ἀ. Τροίηθεν ib.24.492;

    ἀπ' οὐρανόθεν 8.365

    (later with Advbs.,

    ἀπὸ ἔμπροσθεν LXX Ec.1.10

    , etc.); strengthd.,

    ἐκτὸς ἀ. κλισιης Il.10.151

    ; also ἀπ' αἰῶνος νέος ὤλεο, implying departure from life, ib.24.725; opp. ἐξ, of relatively superficial motion,

    λαμβάνομεν οὔτε ἐκ τῆς γῆς οὐδέν, οὔτ' ἀπὸ τῶν οἰκιῶν X.Mem.2.7.2

    ; similarly of the cause or ground,

    ἐξ ὧν προηγώνισθε καὶ ἀφ' ὧν εἰκάζω Th.4.126

    :— freq. of warriors fighting from chariots, etc.,

    οἱ μὲν ἀφ' ἵππων, οἱ δ' ἀ. νηῶν.. μάχοντο Il.15.386

    ;

    ἀφ' ἵππων μάρνασθαι Od.9.49

    ; so

    ἡ μάχη ἦν ἀφ' ἵππων Hdt.1.79

    ; λαμπὰς ἔσται ἀφ' ἵππων on horseback, Pl.R. 328a;

    ἀφ' ἵππου θηρεύειν X.An.1.2.7

    ;

    ἀ. νεῶν πεζομαχεῖν Th. 7.62

    ;

    ἐν ταῖς ναυσὶν αἰρόμενος τοὺς ἱστοὺς ἀ. τούτων ἐσκοπεῖτο X.HG 6.2.29

    ; ὀμμάτων ἄπο.. κατέσταζον γένυν, of tears, E.Hec. 240: joined with

    ἐκ, ἐκ Κορίνθου ἀ. τοῦ στρατοπέδου Pl.Tht. 142a

    .
    2 of Position, away from, far from,

    μένων ἀ. ἧς ἀλόχοιο Il.2.292

    (cf. ἀπ' ἀνδρὸς εἶναι to live apart from a man or husband, Plu.CG4);

    κεκρυμμένος ἀπ' ἄλλων Od.23.110

    ;

    μοῦνος ἀπ' ἄλλων h.Merc. 193

    ; ἀπ' ὀφθαλμῶν, ἀπ' οὔατος, far from sight or hearing, Il.23.53, 18.272, cf. 22.454;

    ἀ. θαλάσσης ᾠκίσθησαν Th.1.7

    , cf. 46;

    αὐλίζεσθαι ἀ. τῶν ὅπλων Id.6.64

    ;

    ἀπ' οἴκου εἶναι Id.1.99

    ; σπεύδειν ἀ. ῥυτῆρος far from, i.e. without using the rein, S.OC 900; in Hom. freq. strengthd., τῆλε ἀ..., νόσφιν ἀ..., Il.23.880, 5.322; in measurement of distances,

    ὅσον ιέ στάδια ἀ. Φυλῆς X.HG2.4.4

    , etc.; but later the numeral follows

    ἀ., πηγὰς ἔχων ἀ. μ σταδίων τῆς θαλάσσης D.S.4.56

    ;

    ἀ. σταδίων κ τῆς πόλεως Plu.Phil.4

    ; κατεστρατοπέδευσεν ἀ. ν σταδίων fifty stades away, Id.Oth.11, cf. D.Chr.17.17.
    3 of the mind, ἀ. θυμοῦ away from, i. e. alien from, my heart, Il.1.562;

    ἀ. δόξης 10.324

    ;

    οὐ.. ἀ. σκοποῦ οὐδ' ἀ. δόξης Od.11.344

    ;

    ἀ. τοῦ ἀνθρωπείου τρόπου Th.1.76

    ; οὐδὲν ἀ. τρόπου not without reason, Pl.R. 470b; οὐκ ἀ. σκοποῦ, καιροῦ, Id.Tht. 179c, 187e;

    οὐκ ἀ. γνώμης S. Tr. 389

    ;

    οὐκ ἀ. τοῦ πράγματος D.24.6

    ;

    μάλα πολλὸν ἀπ' ἐλπίδος ἔπλετο A.R.2.863

    .
    4 in pregnant sense, with Verbs of rest, previous motion being implied (cf. ἐκ)

    , ἀνὰ δ' ἐβόασεν.. ἀ. πέτρας σταθείς E.Tr. 523

    ; ἀ.τῆς ἐμῆς κεφαλῆς τὴν [ἐκείνου] κεφαλὴν ἀναδήσω, i. e. taking the chaplet off my head, and placing it on his, Pl.Smp. 212e: with Verbs of hanging, where ἐκ is more common,

    ἁψαμένη βρόχον ἀ. μελάθρου Od.11.278

    .
    5 with the Article, where the sense of motion often disappears, οἱ ἀ. τῶν οἰκιῶν φεύγουσιν, i.e. οἱ ἐν ταῖς οἰκίαις φεύγουσιν ἀπ' αὐτῶν, X.Cyr.7.5.23; οἱ ἀ. τῶν πύργων.. ἐπαρήξουσι ib.6.4.18;

    αἴρειν τὰ ἀ. τῆς γῆς Pl.Cra. 410b

    ; αἱ ἵπποι αἱ ἀ. τοῦ ἅρματος v.l. in Hdt.4.8;

    ὁ Ἀθηναῖος ὁ ἀ. τοῦ στρατεύματος X.An.7.2.19

    ;

    τὸν ἀ. γραμμᾶς κινεῖ λίθον Theoc.6.18

    .
    6 partitive, λαχὼν ἀ. ληΐδος αἶσαν part taken from the booty, a share of it, Od.5.40;

    αἴρεσθαι ἀ. τῶν καλπίδων Ar. Lys. 539

    ;

    ἀ. ἑκατὸν καὶ εἴκοσι παίδων εἷς μοῦνος Hdt.6.27

    ;

    ὀλίγοι ἀ. πολλῶν Th.7.87

    , cf. A.Pers. 1023.
    7 Math., of figures described upon a base,

    κῶνον ἀναγράφειν ἀ. κύκλου Archim.Sph.Cyl.1.19

    , etc.; τὸ ἀ. τῆς AB τετράγωνον the square on AB, Euc.1.47, cf. 48; εἴδεα ἀ. .. Archim.Spir.10,11.
    8 ἀ. ἀνθρώπου ἕως γυναικός man and woman, LXX1 Es.9.40; ἀ. ἀρσενικοῦ ἕως θηλυκοῦib.Nu.5.3.
    9 from being, instead of,

    ἀθανάταν ἀ. θνατᾶς.. ἐποίησας Βερενίκαν Theoc.15.106

    .
    10 privative, free from, without,

    ἀ. πάσης ἀκαθαρσίας PLips.16.19

    (ii A. D.);

    ἀ. ζημίας PTeb420.4

    (iii A. D.).
    II OF TIME, from, after, Hom. only in Il.8.54 ἀ. δείπνου θωρήσσοντο rising up from, i.e. after, cf. Hdt.1.133; ἀ. δείπνου εἶναι or γενέσθαι, Id.1.126, 2.78, 5.18, al.;

    ἀ. τοῦ σιτίου πίνειν Hp.Salubr.5

    ;

    ἀ. τῶν σίτων διαπονεῖσθαι X.Lac. 5.8

    ; in narrative, τὸ ἀ. τούτου or το̄δε, from this point onwards, Hdt.1.4,2.99;

    ἀ. τούτου τοῦ χρόνου Id.1.82

    , X.An.7.5.8;

    τὸ ἀπ' ἐκείνου Luc.Tox.25

    ;

    ἡμέρῃ δεκάτῃ ἀφ' ἧς.. Hdt.3.14

    , etc.;

    δευτέρῃ ἡμέρῃ ἀ. τῆς ἐμπρήσιος Id.8.55

    , cf. X.An.1.7.18, etc.;

    ἀφ' οὗ χρόνου Id.Cyr. 1.2.13

    ; more often ἀπ' or ἀφ' οὗ, Hdt.2.44, Th.1.18, etc.;

    ἀφ' οὗπερ A.Pers. 177

    ;

    ἀφ' ἧς Plu.Pel.15

    ; εὐθὺς ἀ. παλαιοῦ, ἀ. τοῦ πάνυ ἀρχαίου, of olden time, Th.1.2,2.15;

    ἀπ' ἀρχᾶς Pi.P.8.25

    , etc.;

    ἀ. γενεᾶς X. Cyr.1.2.8

    ; ἀφ' ἑσπέρας from the beginning of evening, i.e. at eventide, Th.7.29; ἀ. πρώτου ὕπνου ib.43;

    ἀ. μέσων νυκτῶν Ar.V. 218

    ; ἀπ' ἀγροῦ fresh from field-work, Ev.Marc.15.21, cf. 7.4;

    ἀ. νουμηνίας X.An.5.6.23

    ; χρονίζειν ἀ. τοῦ καιροῦ tarry beyond the time, LXX2 Ki. 20.5; ἀ. τέλους ἐννέα μηνῶν at the end of.., ib.24.8;

    γενόμενος ἀ. τῆς ἀρχῆς Plu.Caes.5

    : hence ἀ. ἀγωνοθετῶν an εχ-ἀγωνοθέτης, IG3.398;

    ἀ. λογιστῶν POxy.1103.3

    (iv A. D.); οἱ ἀ. ὑπατείας, = consulares, Hdn.7.1.9, etc.; but ἀ. τινος the freedman of.., IG5(2).50.59(Tegea, ii A. D.), cf.ib.5(1).1391 ([place name] Andania), 1473.
    III OF ORIGIN, CAUSE, etc.:
    1 of that from which one is born, οὐ γὰρ ἀ. δρυός ἐσσι οὐδ' ἀ. πέτρης not sprung from oak or rock, Od.19.163;

    γίγνονται δ' ἄρα ταί γ' ἔκ τε κρηνέων ἀ. τ' ἀλσέων 10.350

    , cf. S.OT 415, OC 571, etc.: sts. ἀπό denotes remote, and ἐκ immediate, descent,

    τοὺς μὲν ἀ. θεῶν, τοὺς δ' ἐξ αὐτῶν τῶν θεῶν γεγονότας Isoc.12.81

    , cf. Hdt.7.150;

    πέμπτη ἀπ' αὐτοῦ γέννα A.Pr. 853

    ; τρίτος ἀ. Διός third in descent from Zeus, Pl.R. 391c; οἱ ἀ. γένους τινός his descendants, Plu. Them.32;

    Περσέως ἀφ' αἵματος E.Alc. 509

    : of the place one springs from,

    ἵπποι.. ποταμοῦ ἄπο Σελλήεντος Il.2.839

    . cf. 849;

    Ἡρακλεῖδαι οἱ ἀ. Σπάρτης Hdt.8.114

    , cf. Th.1.89, etc.;

    τοὺς ἀ. Φρυγίας X.Cyr.2.1.5

    , etc.:hence,
    b metaph. of things,

    Χαρίτων ἄπο κάλλος ἔχουσαι Od.6.18

    ; θεῶν ἄπο μήδεα εἰδώς ib.12;

    γάλα ἀ. βοός A.Pers. 611

    ;

    μῆνις ἀφ' ἡμῶν Id.Eu. 314

    ;

    ἡ ἀφ' ὑμῶν τιμωρία Th.1.69

    ; ὁ ἀ. τῶν πολεμίων φόβος fear inspired by the enemy, X.Cyr.3.3.53.
    c of persons, οἱ ἀ. τῆς χώρας, τῆς πόλεως, country folk, townsfolk, Plb.2.6.8, 5.70.8; and so of connexion with the founder or leader of a sect,

    οἱ ἀ. Πυθαγόρου Luc.Herm.14

    ;

    οἱ ἀ. Πλάτωνος Plu.Brut.2

    ; οἱ ἀ. τοῦ περιπάτου, ἀ. τῆς Στοᾶς, etc., Luc.Cont. 6; generally οἱ ἀ. φιλοσοφίας καὶ λόγων philosophers and learned men, ibid.; οἱ ἀ. σκηνῆς καὶ θεάτρου stage players, Plu.Sull.2;

    οἱ ἀ. τῆς βουλῆς Id.Caes.10

    , etc.; ὁ ἀφ' ἑστίας παῖς, v. ἑστία; ἀπ' ἐξωμίδος with only an ἐξωμίς, S.E.P.1.153.
    2 of the material from or of which a thing is made,

    εἵματα ἀ. ξύλου πεποιημένα Hdt.7.65

    ;

    ἀπ' ὄμφακος τεύχειν οἶνον A.Ag. 970

    , cf. S.Tr. 704;

    ὅσσα ἀ. γλυκερῶ μέλιτος Theoc.15.117

    ;

    ἔνδυμα ἀ. τριχῶν καμήλου Ev.Matt.3.4

    : hence στέφανος ἀ. ταλάντων ἑξήκοντα of or weighing 60 talents, Decr. ap. D. 18.92, cf. Plb.24.1.7, IG2.555.10, al.: hence of value,

    θύεν αἶγα ἀ. δραχμᾶν εἴκοσι GDI3707

    ([place name] Cos);

    κρᾶσις ἀ. τε τῆς ἡδονῆς συγκεκραμένη καὶ ἀ. τῆς λύπης Pl.Phd. 59a

    ; so, by an extension of this use, εἰδεχθής τις ἀ. τοῦ προσώπου ugly of countenance, Thphr.Char.28.4;

    θῆλυν ἀ. χροιῆς Theoc.16.49

    ;

    σεμνὸς ἀ. τοῦ σχήματος Luc.DMort.10.8

    .
    3 of the instrument from or by which a thing is done, τοὺς.. πέφνεν ἀπ' ἀργυρέοιο βιοῖο by arrow shot from silver bow, Il.24.605;

    τόξου ἄπο κρατεροῦ ὀλέκοντα φάλαγγας 8.279

    ;

    ἐμῆς ἀπὸ χειρός 10.371

    , 11.675; so

    ἀ. χειρὸς ἐργάζεσθαι μεγάλα Luc.Hist.Conscr.29

    ; γυμνάζεσθαι ἀ. σκελῶν, χειρῶν, τραχήλου, X.Lac.5.9;

    μάχεσθαι ἀ. ἄκοντος Str.17.3.7

    ;

    ἡ ἀ. τοῦ ξίφους μάχη D.S.5.29

    ;

    βάπτειν τὸν δάκτυλον ἀ. τοῦ αἵματος LXX Le.4.7

    .
    4 of the person from whom an act comes, i.e. by whom it is done,

    οὐδὲν μέγα ἔργον ἀπ' αὐτοῦ ἐγένετο Hdt.1.14

    ;

    ζήτησιν ἀ. σφέων γενέσθαι Id.2.54

    ;

    ἐπράχθη οὐδὲν ἀπ' αὐτῶν ἔργον ἀξιόλογον Th.1.17

    , cf. 6.61;

    ἀ. τινος ὄνασθαι Pl.R. 528a

    , etc.; so τἀπ' ἐμοῦ, τἀπὸ σοῦ, E.Tr.74, S.OC 1628;

    τὰ ἀ. τῶν Ἀθηναίων Th.1.127

    ; in later Greek freq. of the direct agent, Plb.1.34.8, Str.5.4.12, D.H.9.12, Ev.Luc.9.22, J.AJ20.8.10, etc.; in codd. this may sts. be due to confusion with ὑπό, but cf. PMag.Par.1.256, BGU 1185.26(Aug.), SIG820.8(Ephesus, i A. D.), etc.
    5 of the source from which life, power, etc., are sustained,

    ζῆν ἀπ' ὕλης ἀγρίης Hdt.1.203

    ; ἀ. κτήνεων καὶ ἰχθύων ib. 216;

    ἀ. πολέμου Id.5.6

    ;

    ἀπ' ἐλαχίστων χρημάτων X.Mem.1.2.14

    ;

    ἀ. τῆς ἀγορᾶς Id.An.6.1.1

    ;

    τρέφειν τὸ ναυτικὸν ἀ. τῶν νήσων Id.HG4.8.9

    , cf. Th.1.99;

    ἀ. τῶν κοινῶν πλουτεῖν Ar.Pl. 569

    , cf. D.24.124;

    ἀ. μικρῶν εὔνους.. γεγένησαι Ar.Eq. 788

    , cf. D.18.102;

    ἀφ' ὥρας ἐργάζεσθαι

    quaestum corpore facere,

    Plu. Tim.14

    .
    6 of the cause, means, or occasion from, by, or because of which a thing is done,

    ἀ. τούτου κριοπρόσωπον τὤγαλμα τοῦ Διὸς ποιεῦσι Hdt.2.42

    ; ἀ. τινος ἐπαινεῖσθαι, θαυμάζεσθαι, ὠφελεῖσθαι, Th.2.25,6.12, X.Cyr.1.1.2;

    ἀ. τῶν ξυμφορῶν διαβάλλεσθαι Th.5.17

    ;

    τὴν ἐπωνυμίαν ἔχειν ἀ. τινος Id.1.46

    ;

    ἀ. λῃστείας τὸν βίον ἔχειν X.An. 7.7.9

    ;

    ἀπ' αὐτῶν τῶν ἔργων κρίνειν D.2.27

    ; ἀ. τοῦ πάθους in consequence of.., Th.4.30;

    βλάπτειν τινὰ ἀ. τινος Id.7.29

    ;

    κατασκευάσαντα τὸ πλοῖον ἀφ' ὧν ὑπελάμβανε σωθήσεσθαι D.18.194

    ; τρόπαιον ἀ. τινος εἱστήκει on occasion of his defeat, Id.19.320; τλήμων οὖσ' ἀπ' εὐτόλμου

    φρενός A.Ag. 1302

    , cf. 1643; ἀ. δικαιοσύνης by reason of it (v. l. for ὑπό), Hdt.7.164; ἀ. τῶν αὐτῶν λημμάτων on the same scale of profits, D.3.34, etc.; for ὅσον ἀ. βοῆς ἕνεκα, v. ἕνεκα: hence in half adverbial usages, ἀ. σπουδῆς in earnest, eagerly, Il.7.359; ἀ. τοῦἴσου, ἀ. τῆς ἴσης, or ἀπ' ἴσης, equally, Th.1.99,15, D.14.6, etc.;

    ἀπ' ὀρθῆς καὶ δικαίας τῆς ψυχῆς Id.18.298

    ;

    ἀ. ἀντιπάλου παρασκευῆς Th.1.91

    ; ἀ. τοῦ προφανοῦς openly, ib.35; ἀ. τοῦ εὐθέος straightforwardly, Id.3.43; ἀ. τοῦ αὐτομάτου of free-will, Pl.Prt. 323c; ἀ. γλώσσης by word of mouth, Hdt.1.123 (but also, from hearsay, A.Ag. 813);

    ἀ. στόματος Pl.Tht. 142d

    ; ἀπ' ὄψεως at sight, Lys.16.19; ἀ. χειρὸς λογίζεσθαι on your fingers, Ar.V. 656;

    πεύθομαι δ' ἀπ' ὀμμάτων νόστον A.Ag. 988

    ; ὀμμάτων ἄπο in the public gaze, E.Med. 216;

    ἀ. τοῦ κυάμου ἄρχοντας καθίστασθαι X.Mem.1.2.9

    ;

    ἡ βουλὴ ἡ ἀ. τοῦ κυάμου Th.8.66

    , cf. IG1.9;

    τοὺς ἀ. τοῦ κυάμου δισχιλίους ἄνδρας Arist.Ath.24.3

    ; τριηράρχους αἱρεῖσθαι ἀ. τῆς οὐσίας Decr. ap. D.18.106; ἀφ' ἑαυτοῦ from oneself, on one's own account, Th.8.6, etc.;

    ἀφ' ἑαυτοῦ γνώμης Id.4.68

    ; ἀ. συνθήματος, ἀ. παραγγέλματος, by agreement, by word of command, Hdt.5.74, Th.8.99; ἀ. σάλπιγγος by sound of trumpet, X.Eq.Mag.3.12 (s.v.l.); ἐπίτροπος ἀ. τῶν λόγων, = Lat. procurator a rationibus, Ann.Epigr..1913.143a (Ephesus, ii A. D.).
    7 of the object spoken of, τὰ ἀ. τῆς νήσου οἰκότα ἐστί the things told from or of the island.., Hdt.4.195, cf. 54, 7.195;

    νόμος κείμενος ἀ. τῶν τεχνῶν Ar.Ra. 762

    .
    B in Arc., Cypr., ἀπύ takes dat., ἀπὺ τᾷ [ἁμέρᾳ] IG5(2).6 ([place name] Tegea);

    ἀπὺ τᾷ ζᾷ Inscr.Cypr.135.8

    H. ([place name] Idalion).
    2 in later Greek ἀπό is found c. acc., PLond.1.124.30 (iv/v A. D.).
    C in Hom. frequent with Verbs in tmesi, as Il.5.214, etc., and sts. in Prose, as Hdt.8.89.
    1 asunder, as ἀποκόπτω, ἀπολύω, ἀποτέμνω: and hence, away, off, as ἀποβάλλω, ἀποβαίνω; denoting, remoual of an accusation, as ἀπολογέομαι, ἀποψηφίζομαι.
    2 finishing off, completing, ἀπεργάζομαι, ἀπανδρόω, ἀπανθρωπίζω, ἀπογλαυκόω.
    3 ceasing from, leaving off, as ἀπαλγέω, ἀποκηδεύω, ἀπολοφύρομαι, ἀποζέω, ἀπανθίζω, ἀφυβρίζω.
    4 back again, as ἀποδίδωμι, ἀπολαμβάνω, ἀπόπλους: also, in full, or what is one's own, as ἀπέχω, ἀπολαμβάνω: freq. it only strengthens the sense of the simple.
    5 by way of abuse, as in ἀποκαλέω.
    6 almost = ἀ- priv.; sts. with Verbs, as ἀπαυδάω, ἀπαγορεύω; more freq. with Adjectives, as ἀποχρήματος, ἀπότιμος, ἀπόσιτος, ἀπόφονος.
    E ἄπο, by anastrophe for ἀπό, when it follows its Noun, as

    ὀμμάτων ἄπο S.El. 1231

    , etc.; never in Prose.
    2 ἄπο for ἄπεστι, Semon.1.20, Timocr.9.

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀπό

  • 8 ὄμμα

    ὄμμα (ὄμμα, -ατι, -α; -άτων, -ασι.)
    1 eye ἔν τε δαμόταις ὄμματι δέρκομαι λαμπρόν with my gaze N. 7.66

    μαστεύει δὲ καὶ τέρψις ἐν ὄμμασι θέσθαι πιστόν N. 8.43

    ἀξιωθείην κεν Ἄργει μὴ κρύπτειν φάος ὀμμάτων N. 10.41

    κείνου γὰρ ἐπιχθονίων πάντων γένετ' ὀξύτατον ὄμμα N. 10.63

    ἀκτὶς ἀελίου ὦ μᾶτερ ὀμμάτων. because it gives birth to the light by which the eyes see

    Πα.. 2. πρὸς ὄμμα βαλὼν χερὶ Pae. 15.6

    ὀμμ]άτων ἄπο σέλας ἐδίνασεν (supp. Lobel) Pae. 20.13 met., ὁ Βάττου δ' ἕπεται παλαιὸς ὄλβος, πύργος ἄστεος, ὄμμα τε φαεννότατον ξένοισι (i. e. light of comfort, cf. φάος, ὀφθαλμός) P. 5.56

    Lexicon to Pindar > ὄμμα

  • 9 ἀέλιος

    ἀέλιος, ἅλιος (ᾶε-, αε-, ᾶ-. ἀελίου, ἀελίου, ἀελίοιο, ἁλίῳ, ἅλιον, ἀέλιον. v. Forssman, 6ff.)
    a sun μηκέτ ἀελίου σκόπει ἄλλο θαλπνότερον ἐν ἁμέρᾳ φαεννὸν ἄστρον. O. 1.5 ὀξείαις αὐγαῖς ἀελίου (v. 1. ἁλίου.) O. 3.24 σθένος ἀελίου χρύσεον λεύσσομενP. 4.144

    αἴθωνι πρὶν ἁλίῳ γυῖον ἐμπεσεῖν N. 7.73

    ἀκτὶς ἀελίου, τί πολύσκοπε μήσεαι, ὦ μᾶτερ ὀμμάτων, ἄστρον ὑπέρτατον; Pae. 9.1

    ἔλαμψαν δ' ἀελίου δέμας ὅπω[ς Pae. 12.14

    τοῖσι μὲν λάμπει μὲν μένος ἀελίου τὰν ἐνθάδε νύκτα κάτω Θρ. 7. 1.
    b sunshine ἴσαις δὲ νύκτεσσιν αἰεί, ἴσαις δ' ἁμέραις ἅλιον ἔχοντες sc. those who live in the islands of the blessed. O. 2.62

    εἰ δ' ἔτι ζαμενεῖ Τιμόκριτος ἁλίῳ σὸς πατὴρ ἐθάλπετο N. 4.13

    ἐς τὸν ὕπερθεν ἅλιον κείνων ἐνάτῳ ἔτει ἀνδιδοῖ ψυχὰς πάλιν i. e. to the upper world fr. 133. 2.
    d frag. ] ἀέλιον δ[ ?fr. 344. 5.
    e pro pers., Helios, the Sun god

    τὰν ποντίαν ὑμνέων παῖδ' Ἀφροδίτας Ἀελίοιό τε νύμφαν, Ῥόδον O. 7.14

    ἀπεόντος δ' οὔτις ἔνδειξεν λάχος Ἀελίου O. 7.58

    Ἀελίου θαυμαστὸς υἱὸς (sc. Aietes.) P. 4.241 μᾶτερ Ἀελίου πολυώνυμε Θεία ( Ἁλίου coni. Morel.: cf. Hes. Theog. 371.) I. 5.1 fig. ἁμέραν παῖδ ἀελίου (v. l. ἁλίου Π.) O. 2.32 test. Σ. Theocr. 2. 10. Πίνδαρός φησιν ἐν τοῖς κεχωρισμένοις τῶν Παρθενείων ὅτι τῶν ἐραστῶν οἱ μὲν ἄνδρες εὔχονται λτ;παργτ;εῖναι Ἥλιον, αἱ δὲ γυναῖκες Σελήνην fr. 104.

    Lexicon to Pindar > ἀέλιος

  • 10 ἀκτίς

    ἀκτίς (-ίς, -ῖνος, -ῖνα, -ίς; -ῖνες, -ίνων, -ῖσιν, -ῖνας)
    a ray, beam, shining
    a of the sun ἔχει τέ μιν ὀξειᾶν ὁ γενέθλιος ἀκτίνων πατήρ (i. e. Ἥλιος) O. 7.70

    ἀκτὶς ἀελίου ὦ μᾶτερ ὀμμάτων, ἄστρον ὑπέρτατον ἐν ἁμέρᾳ κλεπτόμενον. Pae. 9.1

    b ἴων ξανθαῖσι καὶ παμπορφύροις ἀκτῖσι βεβρεγμένος ἁβρὸν σῶμα (sc. Ἴαμος) O. 6.55

    λαμπραὶ δἦλθον ἀκτῖνες στεροπᾶς P. 4.198

    b met., flashing brilliance, radiance σπέρμ' ὑμετέρας ἀκτῖνος ὄλβου δέξατο μοιρίδιον ἆμαρ (Hermann: περ ὑμετέρας ἀκτῖνας ὄλβου, -ῳ, -ον codd.) P. 4.255

    Ὀλυμπίᾳ τ' ἀγώνων πολυφάτων ἔσχον θοὰν ἀκτῖνα σὺν ἵπποις P. 11.48

    διὰ πόντον βέβακεν ἐργμάτων ἀκτὶς καλῶν ἄσβεστος αἰεί I. 4.42

    τὰς δὲ Θεοξένου ἀκτῖνας πρὸς ὄσσων μαρμαρυζοίσας δρακεὶς fr. 123. 2.

    Lexicon to Pindar > ἀκτίς

  • 11 ἀξιόω

    ἀξιόω pass.,
    1 think oneself worthy, justified, c. inf.

    ἀξιωθείην κεν, ἐὼν Θρασύκλου Ἀντία τε σύγγονος, Ἄργει μὴ κρύπτειν φάος ὀμμάτων N. 10.39

    Lexicon to Pindar > ἀξιόω

  • 12 Ἄργος

    Ἄργος (-εος, -ει, -εϊ, -ος) where were held the Heraia or Hekatombaia, the prize being a bronze shield.
    1

    ὅ τ' ἐν Ἄργει χαλκὸς ἔγνω νιν O. 7.83

    ἀφίκοντο δέ οἱ

    ξένοι ἔκ τ' Ἄργεος ἔκ τε Θηβᾶν O. 9.68

    Ἄργεί τ' ἔσχεθε κῦδος ἀνδρῶν (sc. Ἐφάρμοστος) O. 9.88 Ἄργει θ' ὅσσα καὶ ἐν Θήβαις sc.

    ἐνίκησαν O. 13.107

    τῷ Λακεδαίμονι ἐν Ἄργει τε καὶ ζαθέᾳ Πύλῳ ἔνασσεν ἀλκάεντας Ἡρακλέος ἐκγόνους Αἰγιμιοῦ τε (sc. Ἀπόλλων) P. 5.70

    ἀπ' Ἄργεος ἤλυθον δευτέραν ὁδὸν Ἐπίγονοι P. 8.41

    ἄκουσεν Δαναόν ποτ' ἐν Ἄργει οἷον εὗρεν τεσσαράκοντα καὶ ὀκτὼ παρθένοισι γάμον P. 9.112

    φεῦγε γὰρ Ἀμφιαρῆ ποτε θρασυμήδεα καὶ δεινὰν στάσιν πατρίων οἴκων ἀπό τ' Ἄργεος (sc. Ἄδραστος) N. 9.14

    Ἄργος Ἥρας δῶμα θεοπρεπὲς ὑμνεῖτε N. 10.2

    ἀξιωθείην κεν, ἐὼν Θρασύκλου Ἀντία τε σύγγονος, Ἄργεϊ μὴ κρύπτειν φάος ὄμματων N. 10.40

    Περσεὺς δ' ἐν Ἄργει (sc. γέρας ἔχει. cf. Paus., 2. 18. 1.) I. 5.33 Ἄδραστον ἐξ ἀλαλᾶς ἄμπεμψας ὀρφανὸν μυρίων ἑτάρων ἐς Ἄργος ἵππιον; I. 7.11

    ἀλλ' ὅ γε Μέλαμπος οὐκ ἤθελεν λιπὼν πατρίδα μοναρχεῖν Ἄργει Pae. 4.29

    ἐν Ἄργει μεγάλῳ[ Δ. 1.. ὅπλα δ ἀπ Ἄργεος (sc. ἐξοχώτατά ἐστι) cf. 106. 5.

    Lexicon to Pindar > Ἄργος

  • 13 ἄστρον

    ἄστρον (- ον voc., acc.; -α, -οις)
    1 star
    a of the sun. μηκέτ' ἀελίου σκόπει ἄλλο θαλπνότερον ἐν ἁμέρᾳ φαεννὸν ἄστρον ἐρήμας δἰ αἰθέρος (cf. Σ, ἔδει γὰρ εἰπεῖν ἀστέρα) O. 1.6 ἀκτὶς ἀελίου ὦ μᾶτερ ὀμμάτων, ἄστρον ὑπέρτατον ἐν ἁμέρᾳ κλεπτόμενον (cf. Σ. Arat., Phaen., 11, λέγεται δὲ καὶ ὁ ἥλιος ἄστρον ἰδίως παρὰ Πινδάρῳ ἄστρον ὑπέρτατον) Pae. 9.2
    b pl., stars

    Ἀοσφόρος θαητὸς ὣς ἄστροις ἐν ἄλλοις I. 4.24

    ἄστρα τε καὶ ποταμοὶ καὶ κύματα πόντου fr. 136.
    c met. τέρας, ἅν τε βροτοὶ Δᾶλον κικλῄσκοισιν, μάκαρες δ' ἐν Ὀλύμπῳ τηλέφαντον κυανέας χθονὸς ἄστρον perhaps a play on the earlier name of Delos, Asteria, fr. 33c. 5. ὦ Διὸς Ἑλλανίου φαεννὸν ἄστρον Aigina Pae. 6.126

    Lexicon to Pindar > ἄστρον

  • 14 γάρ

    γάρ particle, always in second or third position.
    1 not joined with other particles.
    a gives reason for what precedes.

    ἔστι δ' ἀνδρὶ φάμεν ἐοικὸς ἀμφὶ δαιμόνων καλά. μείων γὰρ αἰτία O. 1.35

    λάθα δὲ πότμῳ σὺν εὐδαίμονι γένοιτ' ἄν. ἐσλῶν γὰρ ὑπὸ χαρμάτων πῆμα θνᾴσκει O. 2.19

    (If a man had the qualities I describe, he would be celebrated.) ἴστω γὰρ ἐν τούτῳ πεδίλῳ δαιμόνιον πόδ' ἔχων Σωστράτου υἱός (but cf. h infra) O. 6.8

    ὄτρυνον νῦν ἑταίρους, Αἰνέα,. ἐσσὶ γὰρ ἄγγελος ὀρθός O. 6.90

    ἀσκεῖται Θέμις ἔξοχ' ἀνθρώπων (sc. in Aigina). ὅτι γὰρ πολὺ καὶ πολλᾷ ῥέπῃ, ὀρθᾷ διακρῖναι φρενὶ δυσπαλές because Aigina is a great commercial stateand is bound to reverence the rule of righteous dealing, Sandys O. 8.23

    πάγον Κρόνου προσεφθέγξατο· πρόσθε γὰρ νώνυμνος O. 10.50

    Ἱμέραν εὐρυσθενἔ ἀμφιπόλει, σώτειρα Τύχα. τὶν γὰρ ἐν πόντῳ κυβερνῶνται θοαὶ νᾶες (cf. f infra) O. 12.3 ναυσιφορήτοις δ' ἀνδράσι πρώτα χάρις πομπαῖον ἐλθεῖν οὖρον· ἐοικότα γὰρ καὶ

    τελευτᾷ φερτέρου νόστου τυχεῖν P. 1.34

    ἐμὲ δὲ χρεὼν φεύγειν δάκος ἀδινὸν κακαγοριᾶν. εἶδον γὰρ Ἀρχίλοχον P. 2.54

    ἱκόμαν οἴκαδ'. πεύθομαι γάρ νιν Πελίαν ἁμετέρων ἀποσυλᾶσαι βιαίως ἀρχεδικᾶν τοκέωνP. 4.109 ἔλπετο δ' οὐκέτι οἱ κεῖνον γε πράξασθαι πόνον. κεῖτο γὰρ ( δέρμα sc.)

    λόχμᾳ P. 4.244

    μακρά μοι νεῖσθαι κατ' ἀμαξιτόν· ὥρα γὰρ συνάπτει P. 4.247

    θεόθεν ἐραίμαν καλῶν, δυνατὰ μαιόμενος ἐν ἁλικίᾳ. τῶν γὰρ ἀνὰ πόλιν εὑρίσκων τὰ μέσα μεκροτέρῳ ὄλβῳ τεθαλότα, μέμφομ' αἶσαν τυραννίδων P. 11.52

    ἵκετ' ὀξείαις ἀνίαισι τυπείς· τὸ γὰρ οἰκεῖον πιέζει πάνθ ὁμῶς N. 1.53

    ἔστα δὲ θάμβει δυσφόρῳ τερπνῷ τε μιχθείς. εἶδε γὰρ N. 1.56

    ἵκεο Δωρίδα νᾶσον Αἴγιναν· ὕδατι γὰρ μένοντ' ἐπ Ἀσωπίῳ μελιγαρύων τέκτονες κώμων νεανίαι N. 3.3

    ἀπότρεπε αὖτις Εὐρώπαν ποτὶ χέρσον ἔντεα ναός· ἄπορα γὰρ λόγον Αἰκακοῦ παίδων τὸν ἅπαντά μοι διελθεῖν N. 4.71

    εὔθυν' ἐπὶ τοῦτον, ἄγε, Μοῖσα, οὖρον ἐπέων εὐκλέα· παροιχομένων γὰρ ἀνέρων N. 6.29

    ἀμπνέων τε πρίν τι φάμεν. πολλὰ γὰρ πολλᾷ λέλεκται, νεαρὰ δ' ἐξευρόντα δόμεν βασάνῳ ἐς ἔλεγχον ἅπας κίνδυνος N. 8.20

    ἀλλ' ἐπέων γλυκὺν ὕμνον πράσσετε. τὸ κρατήσιππον γὰρ ἐς ἅρμ ἀναβαίνων αὐδὰν μανύει N. 9.4

    ἔργα τε πολλὰ μενοινῶντες· δέδεται γὰρ ἀναιδεῖ ἐλπίδι γυῖα N. 11.45

    οἱ μὲν πάλαι ῥίμφα παιδείους ἐτόξευον μελιγάρυας ὕμνους · ἁ Μοῖσα γὰρ οὐ φιλοκερδής τω τότ' ἦν I. 2.6

    ἔστι μοι θεῶν ἕκατι μυρία παντᾷ κέλευθος· ὦ Μέλισσ, εὐμαχανίαν γὰρ ἔφανας I. 4.2

    δαπάνᾳ χαῖρον ἵππων. τῶν ἀπειράτων γὰρ ἄγνωτοι σιωπαί I. 4.30

    προφρόνων Μοισᾶν τύχομεν, κεῖνον ἅψαι πυρσὸν ὕμνων καὶ Μελίσσῳ. τόλμα γὰρ εἰκὼς θυμὸν ἐριβρεμετᾶν θηρῶν λεόντων ἐν πόνῳ I. 4.45

    ἐμοὶ δὲ μακρὸν πάσας ἀναγήσασθ' ἀρετάς· Φυλακίδᾳ γὰρ ἧλθον, ὦ Μοῖσα, ταμίας Πυθέᾳ τε κώμων I. 6.57

    κώμαζ' ἔπειτεν Στρεψιάδᾳ· φέρει γὰρ Ἰσθμοῖ νίκαν παγκρατίου I. 7.21

    ἄλοχον

    εὐειδέα θέλων ἑκάτερος ἑὰν ἔμμεν. ἔρως γὰρ ἔχεν I. 8.29

    τὸν αἰνεῖν ἀγαθῷ παρέχει· ἥβαν γὰρ οὐκ ἄπειρον ὑπὸ χειᾷ καλῶν δάμασεν I. 8.70

    ἐν ζαθέῳ με δέξαι χρόνῳ. ὕδατι γὰρ ἐπὶ χαλκοπύλῳ ἦλθον ἔταις ἀμαχανίαν ἀλέξων Pae. 6.7

    ἀγῶνα Λοξίᾳ καταβάντ' εὐρὺν ἐν θεῶν ξενίᾳ. θύεται γὰρ ἀγλαᾶς ὑπὲρ Πανελλάδος Pae. 6.62

    πιστὰ δ Ἀγασικλέει μάρτυς ἤλυθον ἐς χορὸν ἐσλοῖς τε γονεῦσιν ἀμφὶ προξενίαισι. τίμαθεν γὰρ (Wil.: τιμαθέντας Π.) Παρθ. 2.. ἀσκὸς δ' οὔτε τις ἀμφορεὺς ἐλίνυεν δόμοις. πέλλαι γὰρ ξύλιναι πίθοι τε πλῆσθεν *fr. 104b. 5.* πρέπει δ' ἐσλοῖσιν ὑμνεῖσθαι. τοῦτο γὰρ ἀθανάτοις τιμαῖς ποτιψαύει fr. 121. 3.
    b gives an explanation of what precedes. αἴτει πανδόκῳ ἄλσει σκιαρόν τε φύτευμα. ἤδη γὰρ αὐτῷ ἀντέφλεξε Μήνα i. e. for by now all else was ready O. 3.19

    νίσεται σὺν παισὶ Λήδας. τοῖς γὰρ ἐπέτρεπεν ἀγῶνα νέμειν O. 3.36

    ζεῦξον ἤδη μοι σθένος ἡμιόνων. κεῖναι γὰρ ἐξ ἀλλᾶν ὁδὸν ἁγεμονεῦσαι ταύταν ἐπίστανται O. 6.25

    ἅπαντας ἐν οἴκῳ εἴρετο παῖδα τὸν Εὐάδνα τέκοι· Φοίβου γὰρ αὐτὸν φᾶ γεγάκειν πατρός O. 6.49

    ἄγνωμον δὲ τὸ μὴ προμαθεῖν. κουφότεραι γὰρ ἀπειράτων φρένες O. 8.61

    χαρίτων νέμομαι κᾶπον· κεῖναι γὰρ ὤπασαν τὰ τέρπν O. 9.28

    ἄνευ δὲ θεοῦ, σεσιγαμένον οὐ σκαιότερον χρῆμ' ἕκαστον. ἐντὶ γὰρ ἄλλαι ὁδῶν ὁδοὶ περαίτεραι i. e. since we are gifted in different directions O. 9.104

    τὰν ὀλβίαν Κόρινθον. ἐν τᾷ γὰρ Εὐνομία ναίει O. 13.6

    ἀνάγνωτέ μοι Ἀρχεστράτου παῖδα. γλυκὺ γὰρ αὐτῷ μέλος ὀφείλων ἐπιλέλαθ O. 10.3

    ἐρύκετον ψευδέων ἐνιπὰν ἀλιτόξενον. ἕκαθεν γὰρ ἐπελθὼν ὁ μέλλων χρόνος ἐμὸν καταίσχυνε βαθὺ χρέος O. 10.7

    May my poetry be effective.

    Μοίσαις γὰρ ἀγλαοθρόνοις ἑκὼν Ὀλιγαιθίδαισίν τ' ἔβαν ἐπίκουρος O. 13.96

    τόνδε κῶμον ἐπ' εὐμενεῖ τύχᾳ κοῦφα βιβῶντα. Λυδῷ γὰρ Ἀσώπιχον ἐν τρόπῳ ἐν μελέταις τ ἀείδων ἔμολον O. 14.17

    καιρὸν εἰ φθέγ-

    ξαιο, μείων ἕπεται μῶμος ἀνθρώπων. ἀπὸ γὰρ κόρος ἀμβλύνει αἰανὴς ταχείας ἐλπίδας P. 1.82

    With the help of Artemis he mastered his horses.

    ἐπὶ γὰρ ἰοχέαιρα παρθένος χερὶ διδύμᾳ τίθησι κόσμον P. 2.9

    νεφέλᾳ παρελέξατο ψεῦδος γλυκὺ μεθέπων. εἶδος γὰρ ὑπεροχωτάτᾳ πρέπεν Οὐρανιᾶν θυγατέρι Κρόνου P. 2.38

    αἷμά οἱ κείναν λάβε σὺν Δαναοῖς εὐρεῖαν ἄπειρον· τότε γὰρ μεγάλας ἐξανίστανται ΛακεδαίμονοςP. 4.48

    Μοίσαισι δώσω καὶ τὸ πάγχρυσον νάκος κριοῦ· μετὰ γὰρ κεῖνο πλευσάντων Μινυᾶν θεόπομποί σφισιν τιμαὶ φύτευθεν P. 4.68

    οὐ πρέπει νῷν χαλκοτόροις ξίφεσιν οὐδ' ἀκόντεσσιν μεγάλαν προγόνων τιμὰν δάσασθαι. μῆλά τε γάρ τοι ἐγὼ καὶ βοῶν ξανθὰς ἀγέλας ἀφίημP. 4.148 κινηθμὸν ἀμαιμάκετον ἐκφυγεῖν πετρᾶν. δίδυμαι γὰρ ἔσανP. 4.209

    ἀκηράτοις ἁνίαις. κατέκλασε γὰρ ἐντέων σθένος οὐδέν P. 5.34

    ἔχεις καὶ πεδὰ μέγαν κάματον λόγων φερτάτων μναμήἰ· ἐν τεσσαράκοντα γὰρ πετόντεσσιν ἁνιόχοις ὅλον δίφρον κομίξαις P. 5.49

    Ἡσυχία, τιμὰν Ἀριστομένει δέκευ. τὺ γὰρ τὸ μαλθακὸν ἔρξαι τε καὶ παθεῖν ὁμῶς ἐπίστασαι P. 8.6

    τὸ δὲ οἴκοθεν ἀντία πράξει. μόνος γὰρ ἐκ Δαναῶν στρατοῦ θανόντος ὀστέα λέξαις υἱοῦP. 8.52 θεῶν δ' ὄπιν ἄφθονον αἰτέω, λτ;γτ;έναρκες, ὑμετέραις τύχαις. εἰ γάρ τις ἐσλὰ πέπαται μὴ σὺν μακρῷ πόνῳ, πολλοῖς σοφὸς δοκεῖ but ultimately it is god who is responsible for good fortune P. 8.73

    Ἱπποκλέᾳ θέλοντες ἀγαγεῖν ἐπικωμίαν ἀνδρῶν κλυτὰν ὄπα· γεύεται γὰρ ἀέθλων P. 10.7

    κώπαν σχάσον. ἐγκωμίων γὰρ ἄωτος ὕμνων ἐπ' ἄλλοτ ἄλλον ὥτε μέλισσα θύνει λόγον P. 10.53

    χρὴ δ' ἐν εὐθείαις ὁδοῖς στείχοντα μάρνασθαι φυᾷ. πράσσει γὰρ ἔργῳ μὲν σθένος, βουλαῖσι δὲ φρήν N. 1.26

    I had rather be generous to my friends than miserly. κοιναὶ γὰρ ἔρχοντ' ἐλπίδες πολυπόνων ἀνδρῶν (but cf. Σ: ἐλπίδος ποτὲ διαπεσὼν τῆς ἴσης τύχοι ἂν ἀμοιβῆς) N. 1.32

    κτείνοντ' ἐλάφους ἄνευ κυνῶν δολίων θ ἑρκέων. ποσσὶ γὰρ κράτεσκε N. 3.52

    τὸ δ' ἐναντίον ἔσκεν· πολλὰ γάρ μιν παντὶ θυμῷ παρφαμένα λιτάνευεν N. 5.31

    ἴχνεσιν ἐν Πραξιδάμαντος ἑὸν πόδα νέμων πατροπάτορος ὁμαιμίοις. κεῖνος γὰρ Ὀλυμπιόνικος ἐὼν N. 6.17

    εὔδοξος ἀείδεται Σωγένης. πόλιν γὰρ φιλόμολπον οἰκεῖ N. 7.9

    εἰ δὲ τύχῃ τις ἔρδων, μελίφρον' αἰτίαν ῥοαῖσι Μοισᾶν ἐνέβαλε· ταὶ μεγάλαι γὰρ ἀλκαὶ σκότον πολὺν ὕμνων ἔχοντι δεόμεναι N. 7.12

    βασιλῆα δὲ θεῶν πρέπει δάπεδον ἂν τόδε γαρυέμεν ἡμέρᾳ ὀπί. λέγοντι γὰρ Αἰακόν μιν φυτεῦσαι N. 7.84

    λευκανθέα σώμασι πίαναν καπνόν· ἑπτὰ γὰρ δαίσαντο πυραὶ νεογυίους φῶτας N. 9.24

    ἴστω λαχὼν ὄλβον. εἰ γὰρ ἅμα κτεάνοις πολλοῖς ἐπίδοξον ἄρηται κῦδος, οὐκ ἔστι πρόσωθεν N. 9.46

    ἀξιωθείην κεν Ἄργει μὴ κρύπτειν φάος ὀμμάτων. νικαφορίαις γὰρ ὅσαιςἱπποτρόφον ἄστυ τὸ Προίτοιο θάλησενN. 10.41

    ἴδεν Λυγκεὺς δρυὸς ἐν στελέχει ἡμένους. κείνου γὰρ ἐπιχθονίων πάντων γένετ' ὀξύτατον ὄμμα N. 10.62

    οὐκ ἀγνῶτες ὑμῖν ἐντὶ δόμοι οὔτε κώμων. οὐ γὰρ πάγος οὐδὲ προσάντης ἁ κέλευθος γίνεται, εἴ τις εὐδόξων ἐς ἀνδρῶν ἄγοι τιμὰς Ἑλικωνιάδων I. 2.33

    ἐκ λεχέων ἀνάγει φάμαν παλαιὰν εὐκλέων ἔργων. ἐν ὕπνῳ γὰρ πέσεν I. 4.23

    ἔστιν δ' ἀφάνεια τύχας καὶ μαρναμένων. τῶν τε γὰρ καὶ τῶν διδοῖ I. 4.33

    Homer has perpetuated the fame of Aias.

    τοῦτο γὰρ ἀθάνατον φωνᾶεν ἕρπει, εἴ τις εὖ εἴτῃ τι I. 4.40

    We sing the praise of the victorious sons of Lampon.

    εἰ γάρ τις ἀνθρώπων πράσσει θεοδμάτους ἀρετὰς, ἐσχατιαῖς ἤδη πρὸς ὄλβου βάλλετ' ἄγκυραν I. 6.10

    τιμὰ δ' ἀγαθοῖσιν ἀντίκειται. ἴστω γὰρ σαφὲς ἀστῶν γενεᾷ μέγιστον κλέος αὔξων I. 7.27

    τὸ δὲ πρὸ ποδὸς ἄρειον ἀεὶ βλέπειν χρῆμα πάν. δόλιος γὰρ αἰὼν ἐπ' ἀνδράσι κρέμαται I. 8.14

    ἐπέων δὲ καρπὸς οὐ κατέφθινε· φαντὶ γὰρ ξύν' ἀλέγειν καὶ γάμον Θέτιος ἄνακτας I. 8.46

    ἔλαθεν οὐδὲ τὸν εὐρυφαρέτραν ἑκαβόλον· ὤμοσε [γὰρ θ]εὸς (supp. Housman) Πα.. 112. ἐπεύχομαι εὐμαχανίαν διδόμεν. τυφλα[ὶ γὰρ] ἀνδρῶν φρένες, ὅστις ἄνευθ' Ἐλικωνιάδων ἐρευνᾷ σοφίας ὁδόν Πα. 7 B. 18. Δαμαίνας παῖ, ἁγέο. τὶν γὰρ εὔφρων ἕψεται πρώτα θυγάτηρ ὁδοῦ Παρθ. 2. 67. The soul survives the body. τὸ γάρ ἐστι μόνον ἐκ θεῶν fr. 131b. 2.
    c introduces narrative in elaboration of what precedes.—

    δέξαιτόνδε κῶμον. ψαύμιος γὰρ ἵκει ὀχέων, ὅς O. 4.10

    ἔμαθε δὲ σαφές· εὐμενέσσι γὰρ παρὰ Κρονίδαις γλυκὺν ἑλὼν βίοτον, μακρὸν οὐχ ὑπέμεινεν ὄλβον P. 2.25

    ἔσχε τοι ταύταν μεγάλαν ἀυάταν καλλιπέπλου λῆμα Κορωνίδος. ἐλθόντος γὰρ εὐνάσθη ξένου P. 3.25

    φαμὶ διδασκαλίαν Χίρωνος οἴσειν. ἀντρόθε γὰρ νέομαιP. 4.102δύνασαι δ' ἀφελεῖν μᾶνιν χθονίων. κέλεται γὰρ ἑὰν ψυχὰν κομίξαι ΦρίξοςP. 4.159

    σπέρμ' ὑμετέρας ἀκτῖνος ὄλβου δέξατο μοιρίδιον ἆμαρ ἢ νύκτες· τόθι γὰρ γένος Εὐφάμου φυτευθὲν P. 4.256

    ἐπέγνω μὲν Κυράνα δικαιᾶν Δαμοφίλου πραπίδων. κεῖνος γὰρ ἐν παισὶν νέος P. 4.281

    ἔχοντι τὰν ( Κυράναν sc.)

    χαλκοχάρμαι ξένοι Τρῶες Ἀντανορίδαι. σὺν Ἑλένᾳ γὰρ μόλον P. 5.83

    Ἀντίλοχος ἀναμείναις Μέμνονα. Νεστόρειον γὰρ ἵππος ἅρμ' ἐπέδα P. 6.32

    ἴτω τεὸν χρέος, ὦ παῖ. παλαισμάτεσσι γὰρ ἰχνεύων ματραδελφεοὺς P. 8.35

    ἄκουσεν Δαναόν ποτ' ἐν Ἄργει οἷον εὗρεν τεσσαράκοντα καὶ ὀκτὼ παρθένοισι ὠκύτατον γάμον. ἔστασεν γὰρ P. 9.114

    τυφλὸν δ' ἔχει ἦτορ ὅμιλος ἀνδρῶν ὁ πλεῖστος. εἰ γὰρ ἦν ἓ τὰν ἀλάθειαν ἰδέμεν, οὔ κεν ὅπλων χολωθεὶς ὁ καρτερὸς Αἴας ἔπαξε N. 7.24

    πολλά νιν πολλοὶ λιτάνευον ἰδεῖν· ἀβοατὶ γὰρ ἡρώων ἄωτοι περιναιεταόντων ἤθελον N. 8.9

    ἄμφαινε κυδαίνων πόλιν. φεῦγε γὰρ Ἀμφιαρῆ ποτὲ N. 9.13

    φθιμένου Κάστορος ἐν πολέμῳ. τὸν γὰρ Ἴδας ἔτρωσεν N. 10.60

    καὶ πάθον δεινὸν παλάμαις Ἀφαρητίδαι Διός· αὐτίκα γὰρ

    ἦλθε Λήδας παῖς N. 10.65

    ἐθέλω ἢ Καστορείῳ ἢ Ἰολάοἰ ἐναρμόξαι μιν ὕμνῳ. κεῖνοι γὰρ ἡρώων διφρηλάται Λακεδαίμονι καὶ Θήβαις ἐτέκνωθεν κράτιστοι I. 1.17

    ἤρχετο μόροιο κάρυξ. ἦν γάρ τι παλαίφατον[ fr. 140a. 69 (43) introducing argument, proof, example: It is easy for a poet to praise a man for his labours.

    μισθὸς γὰρ ἄλλοις ἄλλος ἐπ' ἔργμασιν ἀνθρώποις γλυκὺς. ὃς δ ἀμφ ἀέθλοις ἄρηται κῦδος ἁβρόν, εὐαγορηθεὶς κέρδος ὕψιστον δέκεται I. 1.47

    You Graces are a source of pleasure to men.

    οὐδὲ γὰρ θεοὶ σεμνᾶν Χαρίτων ἄτερ κοιρανέοντι χοροὺς οὔτε δαῖτας O. 14.8

    μέγιστον δ' αἰόλῳ ψεύδει γέρας ἀντέταται. κρυφίαισι γὰρ ἐν ψάφοις Ὀδυσσῆ Δαναοὶ θεράπευσαν N. 8.26

    cf. N. 7.24
    d after a verb of announcing or simm.

    κοινὸν λόγον φίλαν τείσομεν ἐς χάριν. νέμει γὰρ Ἀτρέκεια πόλιν O. 10.13

    Χάριτες, κλῦτ' ἐπεὶ εὔχομαι· σὺν γὰρ ὑμῖν O. 14.5

    κέκλυτε. φαμὶ γὰρP. 4.14 ἀπὸ δ' αὐτὸν ἐγὼ Μοίσαισι δώσω καὶ τὸ πάγχρυσον νάκος κριοῦ. τίς γὰρ ἀρχὰ δέξατο ναυτιλίας; P. 4.70

    γνῶθι νῦν τὰν Οἰδιπόδα σοφίαν. εἰ γὰρ P. 4.263

    ἀκούσατ. ἦ γὰρ ἑλικώπιδος Ἀφροδίτας ἄρουραν ἤ Χαρίτων ἀναπολίζομεν P. 6.1

    εἰρήσεταί που κἀν βραχίστοις. ἄραντο γὰρ νίκας ἀπὸ παγκρατίου I. 6.60

    e introduces an explanation of particular words.

    Καδμεῖοί νιν οὐκ ἀέκοντες ἄνθεσι μείγνυον, Αἰγίνας ἕκατι. φίλοισι γὰρ φίλος ἐλθὼν ξένιον ἄστυ κατέδρακεν N. 4.22

    ἄπιστον ἔειπ (= ἔειπα).

    αἰδὼς γὰρ ὑπὸ κρύφα κέρδει κλέπτεται, ἃ φέρει δόξαν N. 9.33

    ἕκαλος ἔπειμι γῆρας ἔς τε τὸν μόρσιμον αἰῶνα. θνᾴσκομεν γὰρ ὁμῶς ἅπαντες. δαίμων δ' ἄισος I. 7.42

    οὐ κό]ρῳ ἀλλ' ἀρετᾷ. [ γ]ὰρ ἁρπαζομένων τεθνάμεν [[βρεϝεμαξρ] χρη]μάτων ἢ κακὸν ἔμμεναι (supp. Lobel) fr. 169. 16.
    f introduces an explanation of something not directly expressed. στρατὸν ἀκρόσοφόν τε καὶ αἰχματὰν ἀφίξεσθαι· τὸ γὰρ ἐμφυὲς οὔτ' αἴθων ἀλώπηξ οὔτ ἐρίβρομοι λέοντες διαλλάξαιντο ἦθος i. e. they are unable to behave in another way for... O. 11.19 Χαρίτων μή με λίποι καθαρὸν φέγγος. Αἰγίνᾳ τε γάρ φαμι πόλιν τάνδ' εὐκλείξαι i. e. they did not leave me in the past for... P. 9.90 Zeus buried Amphiareus before Periklymenos struck him from behind. (He was in full flight.)

    ἐν γὰρ δαιμονίοισι φόβοις φεύγοντι καὶ παῖδες θεῶν N. 9.27

    His parents' lackof ambition prevented Aristagoras competing in Ol. and Pyth. games. (I would have let him.)

    ναὶ μὰ γὰρ ὅρκον κάλλιον ἂνδηριώντωνἐνόστησ' ἀντιπάλων N. 11.24

    They won in different events. (but not in the pentathlon)

    οὐ γὰρ ἦν πενταέθλιον I. 1.26

    χρὴ δὲ πᾶν ἔρδοντ' ἀμαυρῶσαι τὸν ἐχθρόν. (Melissos had to use all means possible.)

    οὐ γὰρ φύσιν ὠαριωνείαν ἔλαχεν I. 4.49

    esp. after voc., Ζεῦ· τεαὶ γὰρ ὧραι i. e. on you I call O. 4.1 cf. O. 12.3, O. 14.5

    Φοῖβε, ἐθελήσαις ταῦτα νόῳ τιθέμεν, ἐκ θεῶν γὰρ μαχαναὶ πᾶσαι P. 1.41

    Ζεῦ, τεὸν γὰρ αἷμα, σέο δ' ἀγών N. 3.65

    g introduces explanation in parenthesis.

    ἀλλ' ὅμως, κρέσσον γὰρ οἰκτιρμοῦ φθόνος, μὴ παρίει καλά P. 1.85

    ὁ γὰρ καιρὸς πρὸς ἀνθρώπων βραχὺ μέτρον ἔχει P. 4.286

    ἀλλὰ χαλκὸν μυρίον οὐ δυνατὸν ἐξελέγχειν, μακροτέρας γὰρ ἀριθμῆσαι σχολᾶς, ὅν τε N. 10.46

    Ἀμύκλαθεν γὰρ ἔβα N. 11.34

    h introduces the answer to a preceding question.

    τί μάλα τοῦτο κερδαλέον τελέθει; ἅτε γὰρ ἐννάλιον πόνον ἐχοίσας βαθὺ σκευᾶς ἑτέρας, ἀβάπτιστος εἶμι P. 2.79

    cf. O. 6.8

    ἐπεὶ τίνα πάτραν, τίνα οἶκον ναίων ὀνυμάξεαι ἐπιφανέστερον Ἑλλάδι πυθέσθαι; πάσαισι γὰρ πολίεσι λόγος ὁμιλεῖ Ἑρεχθέος ἀστῶν P. 7.9

    τί ἔλπεαι σοφίαν ἔμμεν, ἃν ὀλίγον τοὶ ἀνὴρ ὑπὲρ ἀνδρὸς ἴσχει; οὐ γὰρ ἔσθ' ὅπως τὰ θεῶν βουλεύματ ἐρευνάσει fr. 61. 3.
    i introducing a question, progressive. τίς γὰρ ἱππείοις ἐν ἔντεσσιν μέτρα ἐπέθηκ; O. 13.20 cf. P. 4.70
    k fragg. ἐπικράνοισι γὰρ fr. 6b. d. ἀριστεύοντα γὰρ ἐν fr. 6b. e. ἦν γὰρ τὸ πάροιθε fr. 33d. 1.

    τῶν γὰρ ἀντομένων[ Pae. 2.42

    ]γὰρ ἐπῆν πόνος[ Pae. 8.88

    ]σοφίᾳ γὰρ Pae. 14.40

    ]α μὲν γὰρ εὔχομαι Pae. 16.3

    ]ἔσσεται γὰρ ἁδυ[ Pae. 21.13

    ἀιὼν γὰρ Pae. 22.8

    ]γὰρ εὔχομαι. Δ. 1. 1. ]θαμὰ γὰρ οἰκόθεν[ Δ. 4h. 11. τὸ γὰρ πρὶν γενέ[σθαι Παρθ. 1. 2. ]ι γὰρ ὁ [Λοξ]ίας Παρθ. 2. 3. προβάτων γὰρ *fr. 104b. 1. νομάδεσσι γὰρ ἐν Σκύθαις fr. 105b. 1. πάντων γὰρ fr. 140a. 54 (28). ] γάρ σε fr. 140a. 60 (34). κεῖνοι γάρ τ' ἄνοσοι καὶ ἀγήραοι fr. 143. 1. ὁ γὰρ ἔπαινος *fr. 181* ]εν γὰρ, Ἄπολλον[ fr. 215. 8. νικώμενοι γὰρ (v. l. δέ) fr. 229. ] οντι γὰρ ανα[ ?fr. 333a. 15. ] εὔφρων γὰρ[ P. Oxy. 1792. fr. 41. οὐ γὰρ εικ[ P. Oxy. 2442. fr. 68.
    2 εἰ γάρ if only, introducing wish. — “εἰ γὰρ οἴκοι νιν βάλε, αἷμά οἱ κείναν λάβε ἄπειρονP. 4.43 with apodosis suppressed.

    εἰ γὰρ ὁ πᾶς χρόνος ὄλβον μὲν οὕτω καὶ κτεάνων δόσιν εὐθύνοι P. 1.46

    εἰ γάρ σφισιν ἐμπεδοσθενέα βίοτον ἁρμόσαις ἥβᾳ λιπαρῷ τε γήραι διαπλέκοις εὐδαίμον' ἐόντα N. 7.98

    3 combined with other particles.
    a καὶ γάρ, καὶ γάρ.
    I for the fact is, emphasising the explanation.

    ταχέες ἔβαν· καὶ γὰρ ἑκὼν θυμῷ γελανεῖ θᾶσσον ἔντυνεν βασιλεὺς ἀνέμων P. 4.181

    ἔλπομαι δ' τὸν Ἱπποκλέαν θαητὸν ἐν ἅλιξι θησέμεν ἐν καὶ παλαιτέροις, νέαισίν τε παρθένοισι μέλημα. καὶ γὰρ ἑτέροις ἑτέρων ἕρωτες ἔκνιξαν φρένας P. 10.59

    καί τινα φᾶσέ νιν δώσειν μόρῳ· καὶ γὰρ βελέων ὑπὸ ῥιπαῖσι κείνου φαιδίμαν γαίᾳ πεφύρσεσθαι κόμαν ἔνεπεν N. 1.67

    ἀθανάτοις Αἰνησιδάμου παῖδες ἐν τιμαῖς ἔμιχθεν. καὶ γὰρ οὐκ ἀγνῶτες ὑμῖν ἐντὶ δόμοι οὔτε κώμων οὔτε μελικόμπων ἀοιδᾶν I. 2.30

    νόμισαν χρυσὸν ἄνθρωποι περιώσιον ἄλλων. καὶ γὰρ ἐριζόμεναι νᾶες ἐν πόντῳ καὶ λτ;ὑφγτ; ἅρμασιν ἵπποι διὰ τεάν, ὤνασσα, τιμὰν θαυμασταὶ πέλονται I. 5.4

    ἀνορέας ἐπέτρεψας ἕκατι

    σαόφρονος. καὶ γὰρ ὁ πόντιος Ὀρς[ιτ]ρίαινά νιν περίαλλα βροτῶν τίεν Pae. 9.47

    καὶ γὰρ:

    καὶ τοὶ γὰρ αἰθοίσας ἔχοντες σπέρμ' ἀνέβαν φλογὸς οὔ O. 7.48

    II where the καί goes closely with what follows, and is emphatic, also, even.καὶ γὰρ σέ, τὸν οὐ θεμιτὸν ψεύδει θιγεῖν, ἔτραπε μείλιχος ὀργὰP. 9.42

    καὶ γὰρ αὐτά, ποσσὶν ἄπεπλος ὀρούσαισ' ἀπὸ στρωμνᾶς, ὅμως ἄμυνεν ὕβριν κνωδάλων N. 1.50

    καὶ γὰρ ἐν ἀγαθέᾳ χεῖρας ἱμάντι δεθεὶς Πυθῶνι κράτησεν Καλλίας N. 6.34

    καὶ γάρ:

    καὶ Νεμέᾳ γὰρ ὁμῶς ἐρέω ταύταν χάριν O. 8.56

    γ. introduces example, yes and, and further

    καὶ γὰρ Ἀλκμήνας O. 7.27

    καὶ γὰρ βιατὰς Ἄρης P. 1.10

    μὴ φθόνει κόμπον τὸν ἐοικότ' ἀοιδᾷ κιρνάμεν ἀντὶ πόνων. καὶ γὰρ ἡρώων ἀγαθοὶ πολεμισταὶ λόγον ἐκέρδαναν I. 5.26

    b introducing double reason.
    I

    τε γὰρ δέ. κακολόγοι δὲ πολῖται· ἴσχει τε γὰρ ὄλβος οὐ μείονα φθόνον· ὁ δὲ χαμηλὰ πνέων ἄφαντον βρέμει P. 11.29

    II

    μὲν γὰρ δέ. Ὀλυμπίᾳ μὲν γὰρ αὐτὸς γέρας ἔδεκτο, Πυθῶνι δ O. 2.48

    τὸ μὲν γὰρ πατρόθεν τὸ δ' ματρόθεν O. 7.23

    πολλοῖσι μὲν γὰρ ἀείδεται. τὰ δὲ καὶ ἀνδράσιν ἐμπρέπει P. 8.25

    cf. frag. Pae. 16.3
    III

    μὲν γὰρ ἀλλά. ῥᾴδιον μὲν γὰρ πόλιν σεῖσαι. ἀλλ' ἐπὶ χώρας αὖτις ἕσσαι δυσπαλὲς δὴ γίνεται P. 4.272

    c γὰρ ὦν, looking to what follows, of course, but then

    ἐσσὶ γὰρ ὦν σοφός· οὐκ ἄγνωτ' ἀείδω Ἰσθμίαν ἵπποισι νίκαν I. 2.12

    d γάρ τοι emphasising general validity of the reason.

    τὶν δὲ μοῖρ' εὐδαιμονίας ἕπεται. λαγέταν γάρ τοι τύραννον δέρκεται ὁ μέγας πότμος P. 3.85

    I pray to Aiakos as I make this offering to the victors.

    σὺν θεῷ γάρ τοι φυτευθεὶς ὄλβος ἀνθρώποισι παρμονώτερος N. 8.17

    Lexicon to Pindar > γάρ

  • 15 εἰμί

    εἰμί ( εἰμί), [ἔσσι], ἐσσί, ἔστιν), ἐστίν), ἔσθ, εἰμέν, ἐντί, εἰσίν, ἔντι; εἴην, εἴη; ἔστω; ἐών, ἐόντα, ὄντα, ἐόντων, ἐοῖσα, ἐοῖσαν, ἐόντων; ἔμμεναι, ἔμμεν, [εἶναι codd.]: fut. ἔσομαι, ἔσσομαι, ἔσεται, ἔσσεται, ἔσται; ἐσσομένας gen., ἐσσόμενον, ἐσσόμενα; ἔσσεσθαι, ἔσεσθαι: impf. ἦν, ἔσαν, ἦσαν; ἔσκεν.)
    1 be. A
    1 c. predicative adj.
    a

    ἄπιστον ἐμήσατο πιστὸν ἔμμεναι O. 1.32

    τὸ πόρσω δ' ἐστὶ σοφοῖς ἄβατον κἀσόφοις O. 3.44

    θεὸς εὔφρων εἴη λοιπαῖς εὐχαῖς O. 4.13

    ἠὺ δ' ἔχοντες σοφοὶ καὶ πολίταις ἔδοξαν ἔμμεν O. 5.16

    ἦν δὲ κλέος βαθύ O. 7.52

    φανερὰν ἐν πελάγει Ῥόδον ἔμμεν ποντίῳ O. 7.56

    τερπνὸν δ' ἐν ἀνθρώποις ἴσον ἔσσεται οὐδέν O. 8.53

    μάτρωος δ' ἐκάλεσσέ μιν ἰσώνυμον ἔμμεν O. 9.64

    ὁ δὲ λόγος δόξαν φέρει, λοιπὸν ἔσσεσθαι στεφάνοισί νιν ἵπποις τε κλυτὰν P. 1.37

    γένοἰ οἷος ἐσσὶ μαθών P. 2.72

    [ ἀβάπτιστός εἰμι (codd.: εἶμι Schnitzer) P. 2.80]

    σμικρὸς ἐν σμικροῖς, μέγας ἐν μεγάλοις ἔσσομαι P. 3.107

    ἔσομαι τοῖοςP. 4.156

    δίδυμαι γὰρ ἔσαν ζωαί P. 4.209

    πόνων δ' οὔ τις ἀπόκλαρός ἐστιν οὔτ ἔσεται P. 5.54

    εὐθύτομόν τε κατέθηκεν Ἀπολλωνίαις ἀλεξιμβρότοις πεδιάδα πομπαῖς ἔμμεν ἱππόκροτον σκυρωτὰν ὁδόν P. 5.92

    ἐδόκησέν τε ὕπατος ἀμφὶ τοκεῦσιν ἔμμεν πρὸς ἀρετάν P. 6.42

    κρυπταὶ κλαίδες ἐντὶ σοφᾶς Πειθοῦς ἱερᾶν φιλοτάτωνP. 9.39

    θεὸς εἴη ἀπήμων κέαρ P. 10.21

    θαμὰ δ' ἀλλοδαπῶν οὐκ ἀπείρατοι δόμοι ἐντί N. 1.24

    ἐστὶ δ' αἰετὸς ὠκὺς ἐν ποτανοῖς N. 3.80

    τὸ δ' ἐναντίον ἔσκεν N. 5.31

    σέο δὲ προπράον' ἔμμεν ξεῖνον ἀδελφεόν τ (Schr.: προπρεῶνα μέν codd.) N. 7.86 ξανθοκομᾶν Δαναῶν ἦσαν μέγιστοι <¯˘¯> N. 9.17

    ἁ Μοῖσα γὰρ οὐ φιλοκερδής πω τότ' ἦν οὐδ ἐργάτις I. 2.6

    ἐσσὶ γὰρ ὦν σοφός I. 2.12

    οὐκ ἀγνῶτες ὑμῖν ἐντὶ δόμοι οὔτε κώμων I. 2.30

    ἰατὰ δ' ἐστὶ βροτοῖς σύν γ ἐλευθερίᾳ καὶ τά ( ἔστι Er. Schmid) I. 8.15 ἄλοχον εὐειδέα θέλων ἑκάτερος ἑὰν ἔμμεν (Tricl.: ἔμμεναι codex) I. 8.29 ἦν γὰρ τὸ πάροιθε φορητὰ sc. Delos fr. 33d. 1.

    νεόπολίς εἰμι Pae. 2.28

    ἄνιππός εἰμι Pae. 4.27

    λίαν μοι [δέο]ς ἔμπεδον

    εἴη κεν Pae. 4.49

    κατεκρίθης δὲ θνατοῖς ἀγανώτατος ἔμμεν Pae. 16.7

    = fr. 147 Schr. σῶμα δ' ἐστὶ θνατόν Παρθ. 1. 1. τί ἔρδων φίλος σοι εἴην, τοῦτ αἴτημί σε (<ἂνγτ; εἴην coni. Christ) fr. 155. 3. νὸκακ ἔμμεναι fr. 169. 17.
    b with infinitive added.

    ἦν δ' ἐσορᾶν καλός O. 8.19

    εἲην εὑρησιεπὴς ἀναγεῖσθαι O. 9.80

    ἐντὶ μὲν θνατῶν φρένες ὠκύτεραι κέρδος αἰνῆσαιP. 4.139

    εἰμὶ δ' ἄσχολος ἀναθέμεν P. 8.29

    ἐμοὶ δὲ θαυμάσαι θεῶν τελεσάντων οὐδέν ποτε φαίνεται ἔμμεν ἄπιστον P. 10.50

    καὶ τὸ σιγᾶν πολλάκις ἐστὶ σοφώτατον ἀνθρώπῳ νοῆσαι N. 5.18

    αἰδοῖος μὲν ἦν ἀστοῖς ὁμιλεῖν I. 2.37

    c impersonal.

    ἀλλὰ μοιρίδιον ἦν P. 1.55

    2 c. pred. subs.

    ἦν Τάνταλος οὗτος O. 1.55

    Σικελίας ἔσαν ὀφθαλμός O. 2.9

    εἰ δ' εἴη μὲν Ὀλυμπιονίκας, τίνα κεν φύγοι ὕμνον; O. 6.4

    Φοίβου γὰρ αὐτὸν φᾶ γεγάκειν πατρός, περὶ θνατῶν δ' ἔσεσθαι μάντιν ἐπιχθονίοις ἔξοχον O. 6.50

    ἐσσὶ γὰρ ἄγγελος ὀρθός ( εεσι Π: ἔστι vel εἶσι Wi<*>.) O. 6.90

    ἐκέλευσεν νεῦσαι μιν ἑᾷ κεφαλᾷ ἐξοπίσω γέρας ἔσσεσθαι O. 7.68

    φάτο δΕὐρύπυλος ἔμμεναιP. 4.34 οὐδὲ μὰν χαλκάρματός ἐστι πόσις ἈφροδίταςP. 4.87Ποίαν γαῖαν, ὦ ξεῖν, εὔχεαι πατρίδ' ἔμμεν;” P. 4.98 καρτερὸς ὅρκος ἄμμιν μάρτυς ἔστω ΖεὺςP. 4.167

    ἐσσὶ δ' ἰατὴρ ἐπικαιρότατος P. 4.270

    βασιλεὺς ἐσσὶ P. 5.16

    Λαπιθᾶν ὑπερόπλων τουτάκις ἦν βασιλεύς P. 9.14

    φίλτατον παρθενικαὶ πόσιν ἢ υἱὸν εὔχοντ, ὦ Τελεσίκρατες, ἔμμεν (sc. σε) P. 9.100

    πάτραν ἵν' ἀκούομεν, Τιμάσαρχε, τεὰν ἐπινικίοισιν ἀοιδαῖς πρόπολον ἔμμεναι N. 4.79

    οὐκ ἀνδριαντοποιός εἰμ N. 5.1

    ξεῖνός εἰμι N. 7.61

    φαῖμέν κε γείτον' ἔμμεναι νόῳ φιλήσαντ ἀτενέι γείτονι χάρμα πάντων ἐπάξιον N. 7.87

    ἀρχοὶ δοὐκ ἔτ' ἔσαν Ταλαοῦ παῖδες N. 9.14

    οὐ θαῦμα σφίσιν ἐγγενὲς ἔμμεν ἀεθληταῖς ἀγαθοῖσιν N. 10.51

    πάμπαν θεὸς ἔμμεναι οἰκεῖν τ' οὐρανῷ N. 10.58

    ἐσσί μοι υἱός” (Snell ἔσσι) N. 10.80

    φαίης κέ νιν ἄνδρ' ἐν ἀεθληταῖσιν ἔμμεν Ναξίαν πέτραις ἐν ἄλλαις χαλκοδάμαντ ἀκόναν I. 6.72

    τί ἔλπεαι σοφίαν ἔμμεν (Bergk: εἶναι Stobaeus: om. Clem. Alex.) fr. 61. 1. ἐν ξυνῷ κεν εἴη συμπόταισίν τε γλυκερὸν κέντρον fr. 124. 2. εὐδαιμόνων δραπέτας οὐκ ἔστιν ὄλβος fr. 134. φὰν δ' ἔμμεναι Ζηνὸς υἱοὶ καὶ κλυτοπώλου Ποσειδάωνος fr. 243. as inf. of purpose,

    ποτὶ γραμμᾷ μὲν αὐτὰν στᾶσε κοσμήσαις, τέλος ἔμμεν ἄκρον P. 9.118

    Θέμιν Μοῖραι ἇγον σωτῆρος ἀρχαίαν ἄλοχον Διὸς ἔμμεν fr. 30. 6.
    3 emphatic, there is, are

    ἐντὶ γὰρ ἄλλαι ὁδῶν ὁδοὶ περαίτεραι O. 9.104

    ἐξ ὀνείρου δαὐτίκα ἦν ὕπαρ O. 13.67

    ἔστι δὲ φῦλον ἐν ἀνθρώποισι ματαιότατον P. 3.21

    δυσθρόου φωνᾶς ἀνακρινόμενον ποινὰ τίς ἔσται πρὸς θεῶν P. 4.63

    ὅσαι τεἰσὶν ἐπιχωρίων καλῶν ἔσοδοι, τετόλμακε P. 5.116

    ἀλλ' ἔσται χρόνος οὗτος, ὃ P. 12.30

    ἔστι δ' ἐν εὐτυχίᾳ πανδοξίας ἄκρον N. 1.10

    εἰ πόνος ἦν, τὸ τερπνὸν πλέον πεδέρχεται N. 7.74

    ἐχθρὰ δ' ἄρα πάρφασις ἦν καὶ πάλαι N. 8.32

    ἦν γε μὰν ἐπικώμιος ὕμνος δὴ πάλαι N. 8.50

    ἔστι δέ τις λόγος ἀνθρώπων N. 9.6

    ἔστι δὲ καὶ κόρος ἀνθρώπων βαρὺς ἀντιάσαι N. 10.20

    τίς δὴ λύσις ἔσσεται πενθέων;” N. 10.77 οὐ γὰρ ἦν πενταέθλιον (Calliergus; ἦεν, ἦς codd.) I. 1.26

    ἔστιν δ' ἀφάνεια τύχας καὶ μαρναμένων I. 4.31

    τέθμιόν μοι φαμὶ σαφέστατον ἔμμεν τάνδ' ἐπιστείχοντα νᾶσον ῥαινέμεν εὐλογίαις (Boeckh: εἶναι codd.) I. 6.20

    οὐδ' ἔστιν οὕτω βάρβαρος οὔτε παλίγγλωσσος πόλις ἅτις οὐ Πηλέος ἀίει κλέος I. 6.24

    ]ον τέλος [ἔς]ται[ (ἔσσεται Σ̆{im}) Πα. 7C. 6. ἦν γάρ τι παλαίφατον[ fr. 140a. 69. “ἦν διακρῖναι ἰδόντ' λτ;οὐγτ; πολλὸς ἐν καιρῷ χρόνος” fr. 168. 6. χρυσέων βελέων ἐντὶ τραυματίαι ( ἔντι alii) fr. 223.
    4 c. dat. (= ἔχω.) πολλά μοι ὑπ' ἀγκῶνος ὠκέα βέλη ἔνδον ἐντὶ φαρέτρας (= ἐστί Boeckh, wrongly) O. 2.84 ἔστι δὲ καί τι θανόντεσσιν μέρος κὰν νόμον

    ἐρδόμενον O. 8.77

    πλατεῖαι πάντοθεν λογίοισιν ἐντὶ πρόσοδοι νᾶσον εὐκλέα τάνδε κοσμεῖν N. 6.45

    εἴη μή ποτέ μοι τοιοῦτον ἦθος, Ζεῦ πάτερ N. 8.35

    ἔστι σοι τούτων λάχοςN. 10.85

    ἔστι δὲ καὶ διδύμων ἀέθλων Μελίσσῳ μοῖρα πρὸς εὐφροσύναν τρέψαι γλυκεῖαν ἦτορ I. 3.9

    ἔστι μοι θεῶν ἕκατι μυρία παντᾷ κέλευθος I. 4.1

    ἔσσεταί τοι παῖς, ὃν αἰτεῖς, ὦ ΤελαμώνI. 6.52 cf. also O. 12.1—2.
    5 be (situated)

    τοῖσι μὲν ἐξεύχετἐν ἄστει Πειράνας σφετέρου πατρὸς ἀρχὰν καὶ βαθὺν κλᾶρον ἔμμεν O. 13.62

    ἄτερθε δὲ πρὸ δωμάτων ἕτεροι λαχόντες Ἀίδαν βασιλέες ἱεροὶ ἐντί P. 5.98

    ἐχρῆν δέ τιν' ἔνδον ἄλσει παλαιτάτῳ Αἰακιδᾶν κρεόντων τὸ λοιπὸν ἔμμεναι N. 7.45

    ἐντί τοι φίλιπποί ταὐτόθι καὶ κτεάνων ψυχὰς ἔχοντες κρέσσονας ἄνδρες N. 9.32

    κατ' Ὄλυμπον ἄλοχος Ἥβα τελείᾳ παρὰ ματέρι βαίνοισ ἔστι, καλλίστα θεῶν N. 10.18

    cf. B. 1.
    6 be, come to pass

    ὤρνυεν κάρυκας ἐόντα πλόον φαινέμεν παντᾷ P. 4.170

    χὤ τι μέλλει χὠπόθεν ἔσσεται, εὖ καθορᾷςP. 9.49
    7 c. gen.
    b possessive: be of, belong to

    γνόντα τὸ πὰρ ποδός, οἵας εἰμὲν αἴσας P. 3.60

    ἔντι μὲν χρυσαλακάτου τεκέων Λατοῦς ἀοιδαὶ ὥριαι παιάνιδες. ἔντι[ (edd.: ἕντι codex: ἐντὶ legendum) Θρ. 3. 1—2. cf. I. 4.31
    8 c. ἐκ, ἀπό.
    a be, come from

    χρὴ δ' ἀπ Ἀθανᾶν τέκτον ἀεθληταῖσιν ἔμμεν N. 5.49

    τὸ γάρ ἐστι μόνον ἐκ θεῶν fr. 131b. 2.
    b be born of

    υἱὸς Δανάας· τὸν ἀπὸ χρυσοῦ φαμὲν αὐτορύτου ἔμμεναι P. 12.18

    B part.
    1 pres. part.
    a [† ἅμα (codd.: ἐόντα Maas) O. 1.104]

    θεὸς ἐπίτροπος ἐὼν O. 1.106

    ἐμὲ πρόφαντον σοφίᾳ ἐόντα O. 1.116

    οὔτε δύσηρις ἐὼν οὔτ' ὦν φιλόνικος O. 6.19

    ὡραῖος ἐὼν καὶ καλὸς O. 9.94

    οἷος ἐὼν θρέψεν

    ποτὲ P. 3.5

    Ἰόλαον ὑμνητὸν ἐόντα P. 11.61

    ἐὼν καλὸς ἔρδων τ' ἐοικότα μορφᾷ N. 3.19

    Τελαμὼν Ἰόλᾳ παραστάτας ἐὼν N. 3.37

    Ἀχιλεὺς παῖς ἐὼν ἄθυρε N. 3.44

    κεῖνος γὰρ Ὀλυμπιόνικος ἐὼν N. 6.17

    πομπαῖς θεμισκόπον οἰκεῖν ἐόντα πολυθύτοις N. 7.47

    εἰ γάρ σφίσιν ἐμπεδοσθενέα βίοτον διαπλέκοις εὐδαίμον' ἐόντα N. 7.100

    θυμὸς ἄτολμος ἐών N. 11.32

    Ἰφικλέος μὲν παῖς ὁμόδαμος ἐὼν Σπαρτῶν γένει I. 1.30

    ἐὼν καλὸς I. 2.4

    θεότιμος ἐών I. 6.13

    ]βαρβι[τί]ξαι θυμὸν ἀμβλὺν ὄντα καὶ φωνὰν ἐν οἴνῳ[ (forma valde dubia: v.l. ἀμβλύνοντα) fr. 124d.
    b where the part. is concessive.

    σὺν δ' ἀνάγκᾳ μιν φίλον καί τις ἐὼν μεγαλάνωρ ἔσανεν P. 1.52

    καὶ φθινόκαρπος ἐοῖσα διδοῖ ψᾶφον P. 4.265

    καὶ πολυκλείταν περ ἐοῖσαν ὅμως Θήβαν ἐπασκήσει fr. 194. 4.
    c where the part. is conditional.

    ἀξιωθείην κεν, ἐὼν Θρασύκλου Ἀντία τε σύγγονος, Ἄργει μὴ κρύπτειν φάος ὀμμάτων N. 10.39

    d following

    φαίνομαι. θαυμαστὸς ἐὼν φάνη O. 9.96

    ἀπειρομάχας ἐών κε φανείη λόγον ὁ μὴ συνιείς N. 4.30

    cf. P. 4.170
    e c. adv., being (situated) cf. A. 5 supra.

    εὐθὺν δὲ πλόον καμάτων ἐκτὸς ἐόντα δίδοι O. 6.104

    εἶδον γὰρ ἑκὰς ἐὼν P. 2.54

    ἐὼν δ' ἐγγὺς Ἀχαιὸς οὐ μέμψεταί μ ἀνήρ N. 7.64

    ἥμισυ μέν κε πνέοις γαίας ὑπένερθεν ἐὼνN. 10.87
    f subs., n. pl., goods, possessions

    οὐκ ἔραμαι πολὺν ἐν μεγάρῳ πλοῦτον κατακρύψαις ἔχειν, ἀλλ' ἐόντων εὖ τε παθεῖν N. 1.32

    ]

    ἑκὰς ἐόντων Pae. 4.35

    m. pl., living ( φάμα· ἅ τε ὤπασεν τοιάδε τῶν τότ' ἐόντων φύλλ ἀοιδᾶν (ὡς ἄλλων ἐγκωμιακότων ποιητῶν. Σ.) I. 4.27
    2 fut. part.
    a

    ἀμφὶ πράξιος ἐσσομένας O. 12.8

    b subs.

    τά τ' ἐσσόμενα τότ ἂν φαίην σαφές O. 13.103

    ἐσσόμενον προιδεῖν συγγενὲς οἷς ἕπεται N. 1.27

    C various impersonal usages.
    a in wishes, εἴη c. (dat., acc. &) inf.

    εἴη σέ τε πατεῖν, ἐμέ τε ὁμιλεῖν O. 1.115

    εἴη, Ζεῦ, τὶν εἴη ἀνδάνειν P. 1.29

    φίλον εἴη φιλεῖν P. 2.83

    ἁδόντα δεἴη με τοῖς ἀγαθοῖς ὁμιλεῖν P. 2.96

    ( ῥῆμα)

    τό μοι θέμεν Κρονίδᾳ τε Δὶ καὶ Νεμέᾳ Τιμασάρχου τε πάλᾳ ὕμνου προκώμιον εἴη N. 4.11

    εἴη μιν ἔρνεσι φράξαι χεῖρα I. 1.64

    εἴη δὲ τρίτον σωτῆρι πορσαίνοντας Ὀλυμπίῳ Αἴγιναν κάτα σπένδειν μελιφθόγγοις ἀοιδαῖς I. 6.7

    εἴη καὶ ἐρᾶν καὶ ἔρωτι χαρίζεσθαι κατὰ καιρόν fr. 127. 1.
    b c. adj., part. & inf.

    ἔστι δἀνδρὶ φάμεν ἐοικὸς ἀμφὶ δαιμόνων καλά O. 1.35

    ἦν ὅτι νιν πεπρωμένον ἀμπνεῦσαι καπνόν O. 8.33

    θέσφατον ἦν Πελίαν θανέμεν P. 4.71

    φαντὶ δἔμμεν τοῦτ' ἀνιαρότατον, καλὰ γινώσκοντ ἀνάγκα ἐκτὸς ἔχειν πόδα P. 4.287

    ἔστι δἐοικὸς ὀρειᾶν γε Πελειάδων μὴ τηλόθεν ὠαρίωνα νεῖσθαι N. 2.10

    συμβαλεῖν μὰν εὐμαρὲς ἦν τό τε Πεισάνδρου πάλαι αἷμἀπὸ Σπάρτας N. 11.33

    πεπρωμένον ἦν, φέρτερον πατέρος ἄνακτα γόνον τεκεῖν ποντίαν θεόν I. 8.32

    d c. dat. (& inf.?): it is one's duty ἔστι μοι πατρίδ' ἀρχαίαν κτενὶ Πιερίδ[ων (supp. Lobel: ἀγάλλειν supp. Snell, e. g.) fr. 215. 5.
    e ἔστιν ὅτε, ἦν ὅτε, there is, was a time when ἦν ὅτε σύας Βοιώτιον ἔθνος ἔνεπον fr. 83. subordinate verb suppressed: ἔστιν ἀνθρώποις ἀνέμων ὅτε πλείστα χρῆσις, ἔστι δοὐρανίων ὑδάτων sometimes O. 11.1—2. ἔσθ' ὅτε πιστόταται σιγᾶς ὁδοί fr. 180.
    f οὐκ ἔστιν ὅπως, it is impossible that οὐ γὰρ ἔσθ' ὅπως τὰ θεῶν βουλεύματ ἐρευνάσει βροτέᾳ φρενί fr. 61. 3. D dub. † ἔστι δέ τοι χέκωνκακίει καπνός ( ἔτι coni. Heyne) fr. 185. fragg. ]

    έμμεν ἁλίῳ κυ[ Pae. 6.149

    ἔσσεται γὰρ ἁδυ[ Pae. 21.13

    ]ὅτ' ἦσαν [fr. 111a. 3. ἐμμεν[ ?fr. 338. 3.

    Lexicon to Pindar > εἰμί

  • 16 κε

    κε, (ν) = ἄν.
    1 in principal clauses.
    a c. aor. ind.

    ἤτοι καὶ τεά κεν ἀκλεὴς τιμὰ κατεφυλλορόησεν ποδῶν, εἰ μὴ στάσις σ' ἄμερσε πάτρας O. 12.13

    ἰατῆρά τοί κέν μιν πίθον παρασχεῖν P. 3.65

    καί κεν ἐν ναυσὶν μόλον P. 3.68

    κείνῳ φάος ἐξικόμαν κε P. 3.76

    τετράτων παίδων κ' ἐπιγεινομένων αἷμά οἱ κείναν λάβε P. 4.47

    θαμά κε, τῷδε μέλει κλιθείς, ὕμνον κελάδησε καλλίνικον N. 4.15

    οὔ κεν ὅπλων χολωθεὶς ὁ καρτερὸς Αἴας ἔπαξε διὰ φρενῶν λευρὸν ξίφος N. 7.25

    πρὸ πόνων δέ κε μεγάλων Δαρδανίαν ἔπραθεν Pae. 6.90

    Χρομίῳ κεν ὑπασπίζων ἔκρινας N. 9.34

    b c. impf. ind. ἤθελον Χίρωνά κε Φιλλυρίδαν, εἰ χρεὼν κοινὸν εὔξασθαι ἔπος, ζώειν I would wish P. 3.1
    c c. opt. aor., pres. τά κέ τις ἀνώνυμον γῆρας ἕψοι μάταν; O. 1.82 τίνα κεν φύγοι ὕμνον κεῖνος ἀνήρ; O. 6.6

    ἐνέποι κεν Καλλιμάχῳ λιπαρὸν κόσμον Ὀλυμπίᾳ O. 8.82

    θάξαις δέ κε (byz.: καί codd.) O. 10.20

    ἦ κεν ἀμνάσειεν P. 1.47

    σύν τοι τίν κεν ἁγητὴρ ἀνὴρ τράποι P. 1.69

    καί κε μυθήσαιθ P. 4.298

    ναυσὶ δ' οὔτε πεζὸς ἰών λτ;κενγτ; εὕροις ὁδόν (supp. Hermann: om. codd.) P. 10.29

    τῶν δ' ἕκαστος ὀρούει, τυχών κεν ἁρπαλέαν σχέθοι φροντίδα τὰν πὰρ ποδός P. 10.62

    ἀπειρομάχας ἐών κε φανείη λόγον ὁ μὴ συνιείς N. 4.30

    οἶον αἰνέων κε Μελησίαν ἔριδα στρέφοι N. 4.93

    δελφῖνι καὶ τάχος δἰ ἅλμας ἶσόν κ' εἴποιμι Μελησίαν (Wil., Schr.: κεν τάχος δἰ ἅλμας ἴσον εἴποιμι codd.) N. 6.64

    φαῖμέν κε γείτον' ἔμμεναι N. 7.87

    ἐν τίν κ' ἐθέλοι N. 7.90

    ἀξιωθείην κεν, ἐὼν Θρασύλου Ἀντία τε σύγγονος, Ἄργει μὴ κρύπτειν φάος ὀμμάτων N. 10.39

    ἥμισυ μέν κε πνέοις γαίας ὑπένερθεν ἐώνN. 10.87

    καὶ νῦν ἐν Ἄρει μαρτυρήσαι κεν πόλις Αἴαντος ὀρθωθεῖσα ναύταις I. 5.48

    φαίης κέ νιν ἄνδρ' ἐν ἀεθληταῖσιν ἔμμεν Ναξίαν ἀκόναν I. 6.72

    λύοι κεν χαλινὸν ὑφ' ἥρωι παρθενίαςI. 8.45

    λίαν μοι [δέο]ς ἔμπεδον εἴη κεν Pae. 4.50

    ἐν ξυνῷ κεν εἴη συμπόταισίν τε γλυκερὸν κέντρον fr. 124. 2.
    2 in subordinate constructions.
    a c. inf. [
    I representing original Homeric fut. + κε, cf. Goodwin, M & T, § 208, K-G, 1. 241. εἰ δὲ μὴ ταχὺ λίποι, ἕτι γλυκυτέραν κεν ἔλπομαι κλείξειν (v. l. κλείζειν: κεν om. codd. nonnulli: τε coni. Schr.) O. 1.109]
    II representing opt. +

    κε. εἰ δέ μοι πλοῦτον θεὸς ἁβρὸν ὀρέξαι, ἐλπίδ' ἔχω κλέος εὑρέσθαι κεν ὑψηλὸν P. 3.111

    [ <κεγτ; λαθέμεν (coni. Turyn.) O. 1.64] cf. α. supra.
    III representing impf. + κε, iterative. φαντί γε μὰν οὕτω κ' ἀνδρὶ παρμονίμαν θάλλοισαν εὐδαιμονίαν τὰ καὶ τὰ φέρεσθαι (Wil.: κεν codd.) P. 7.20
    b in rel. clause.
    I c. subj. “γένος, οἵ κεν τέκωνται φῶταP. 4.51
    II c. opt.

    ῥῆμα δ' ἐργμάτων χρονιώτερον βιοτεύει, ὅ τι κε σὺν Χαρίτων τύχᾳ γλῶσσα φρενὸς ἐξέλοι βαθείας N. 4.7

    d frag. ]

    μενος οὔ κεν ἐς ἀπλακ[ Pae. 18.6

    Lexicon to Pindar > κε

  • 17 κρύπτω

    κρύπτω (κρύπτε, -έτω; -ειν: aor. κρύψεν), (κρυψαν; κρύψαι: med. pf. κε̆κρυπται: pass. κε̆κρύφθαι: plupf. κέκρυπτο.)
    a conceal

    κρύψε δὲ παρθενίαν ὠδῖνα κόλποις O. 6.31

    μὴ κρύπτε κοινὸν σπέρμ' ἀπὸ Καλλιάνακτος keep in obscurity O. 7.92

    ἄμαχον δὲ κρύψαι τὸ συγγενὲς ἦθος O. 13.13

    τό γ' ἐν ξυνῷ πεποναμένον εὖ μὴ λόγον βλάπτων ἁλίοιο γέροντος κρυπτέτω P. 9.94

    ἀξιωθείην κεν Ἄργει μὴ κρύπτειν φάος ὀμμάτων lower my gaze N. 10.40 ταύταν (sc. κακότατα) σκότει κρύπτειν ἔοικεν fr. 42. 6. τότε χρύσεαι ἀέρος ἔκρυψαν κόμαι ἐπιχώριον κατάσκιον νῶτον ὑμέτερον concealed in shadow of Aigina, the nymph and island Pae. 6.138 med., ὁ δὲ μηδὲν ἔχων ὑπὸ σιγᾷ μελαίνᾳ κάρα κέκρυπται Παρθ. 1. 10. pass., ἀλλ' ἔν/ κέκρυπτο γὰρ σχοίνῳ βατιᾷ τ' ἐν ἀπειρίτῳ (sc. Ἴαμος: ἐγκέ- κρυπτο, -ετο codd., corr. Boeckh. Snell) O. 6.54

    φαντὶ δ' ἐν βένθεσιν νᾶσον κεκρύφθαι O. 7.57

    b bury

    τὸν κρύψαν ἔνερθ' ὑπὸ γᾶν διφρηλάτα Ἀμφιτρύωνος σάματι P. 9.81

    ὁ δ' Ἀμφιαρεῖ σχίσσεν κεραυνῷ παμβίᾳ Ζεὺς τὰν βαθύστερνον χθόνα, κρύψεν δ ἅμ ἵπποις N. 9.25

    ἀλλά μιν Κρόνου παῖ[δες] κεραυνῷ χθόν' ἀνοιξάμενοι ἔκρυψαν τὸ πάντων ἔργων ἱερώτ[ατον] Pae. 8.74

    Lexicon to Pindar > κρύπτω

  • 18 μάτηρ

    μᾱτηρ (μάτηρ, ματρός, ματέρος, ματρί, ματέρι, ματέρα), μᾶτερ.)
    1 lit., mother οὐδὲ ματρὶ πολλὰ μαιόμενοι φῶτες ἄγαγον mother of Pelops O. 1.46 Ἀχιλλέα τ' ἔνεικ, ἐπεὶ Ζηνὸς ἦτορ λιταῖς ἔπεισε, μάτηρ Thetis O. 2.80 τὸ καὶ κατεφάμιξεν καλεῖσθαί μιν χρόνῳ σύμπαντι μάτηρ τοῦτ' ὄνυμ ἀθάνατον Euadne O. 6.56 ματρὸς βαρείᾳ σὺν πάθᾳ” Koronis P. 3.42 μία βοῦς Κρηθεῖ τε μάτηρ καὶ Σαλμωνεῖ” Enarea P. 4.142 τὰν ἀκίνδυνον παρὰ ματρὶ μένειν αἰῶνα πέσσοντ (ἀδόξως. Σ.) P. 4.186 ἔν τε Μοίσαισι ποτανὸς ἀπὸ ματρὸς φίλας (sc. Ἀρκεσίλας: ἀμφίβολον, πότερον ἀπὸ μητρὸς πεπαιδευμένος ἢ ἀπὸ τῆς πρώτης ἡλικίας ἔνδοξος ἦν. Σ.) P. 5.114 οὐδὲ μολόντων πὰρ ματέρ' ἀμφὶ γέλως γλυκὺς ὦρσεν χάριν (i. e. οἴκαδε. Σ.) P. 8.85 φίλας ὑπὸ ματέρος” Cyrene P. 9.61 σὺν Ἡρακλέος ἀριστογόνῳ ματρὶ Alkmene P. 11.4 ἀλλὰ χρονίῳ σὺν Ἄρει πέφνεν τε ματέρα Klytaimnestra P. 11.37 λυγρόν τ' ἔρανον Πολυδέκτᾳ θῆκε ματρός τ ἔμπεδον δουλοσύναν τό τ ἀναγκαῖον λέχος Danae P. 12.14 σπλάγχνων ὕπο ματέρος αὐτίκα θαητὰν ἐς αἴγλαν παῖς Διὸς μόλεν Alkmene N. 1.35 ματέρι καὶ διδύμοις παίδεσσιν Leto N. 9.4 Ἥβα τελείᾳ παρὰ ματέρι βαίνοισ Hera N. 10.18 ματρὶ τεᾷ” Leda N. 10.81

    μᾶτερ Ἀελίου πολυώνυμε Θεία I. 5.1

    ἐμὰν ματέρα λιπόντες καὶ ὅλον οἶκον Dexithea

    Πα... ἤτορι δὲ φίλῳ παῖς ἅτε ματέρι κεδνᾷ πειθόμενος Pae. 6.12

    ἀλλ' οὔτε ματέῤ ἔπειτα κεδνὰν ἔιδεν mother of Neoptolemos Πα.. 1. ]ματερ[Πα. 7B. 3. θνατᾶς δ' ἀπὸ ματρὸς ἔφυ fr. 61. 5. ] φύτευεν ματρί[ Danae Δ.. 1. θεῶν Κυβέ[λαν] ματ[έρα] (supp. Gomperz, Snell) fr. 80. Φερσεφόνᾳ ματρί τε Demeter ?fr. 346 = P. Oxy. 2622, fr. 1. 4.
    2 epith. of divinities.
    a Mother Earth. Οὐρανὸς καὶ Γαῖα μάτηρ O. 7.38

    πὰρ μέσον ὀμφαλὸν εὐδένδροιο ῥηθὲν ματέρος P. 4.74

    ἐκ μιᾶς δὲ πνέομεν ματρὸς ἀμφότεροι (sc. ἄνδρες καὶ θεοί) N. 6.2
    b Kybele, the great mother, cf. fr. 80.

    ἀλλ' ἐπεύξασθαι μὲν ἐγὼν ἐθέλω Ματρί P. 3.78

    σεμνᾷ μὲν κατάρχει Ματέρι πὰρ μεγάλᾳ ῥόμβοι τυπάνων Δ. 2.. Ματρὸς μεγάλας ὀπαδέ (sc. ὦ Πάν) fr. 95. 3.
    3 met.,
    a ὦ πότνια Μοῖσα, μᾶτερ ἁμετέρα, λίσσομαι i. e. mother of poets N. 3.1 μᾶτερ ἐμὰ χρύσασπι Θήβα (cf. O. 8.64) I. 1.1 Αἴγινα φίλα μᾶτερ (a chorus of Aiginetans sings) P. 8.98
    b

    μᾶτερ ὦ χρυσοστεφάνων ἀέθλων Οὐλυμπία O. 8.1

    οὔπω γένυσι φαίνων τερείνας ματέρ' οἰνάνθας ὀπώραν (Dreykorn: τέρειναν codd: οἰνάνθαν ὀπώρας Pauw.) N. 5.6

    Ὕβριν, Κόρου ματέρα θρασύμυθον O. 13.10

    μάτηρ ἀκόντων fr. 6b. b.

    ἀκτὶς ἀελίου, ὦ μᾶτερ ὀμμάτων Pae. 9.2

    ματέρ' ἐρώτων οὐρανίαν πρὸς Ἀφροδίταν (Boeckh: ματέρας codd.) fr. 122. 4.
    c of cities, mother city κῶμον ἀπὸ Στυμφαλίων τειχέων ποτινισόμενον, ματέρ' εὐμήλοιο λείποντ Ἀρκαδίας Stymphalos O. 6.100 στεφάνων ἄωτοι κλυτὰν Λοκρῶν ἐπαείροντι ματέρ' ἀγλαόδενδρον Opous O. 9.20 νεόπολίς εἰμι· ματρὸς δὲ ματέρ' ἐμᾶς ἔτεκον ἔμπαν i. e. Teos, recolonized? by Abdera, the mother city of the chorus Πα. 2. 28—9. cf. I. 1.1, P. 8.98
    4 fragg.

    ματερ[ Pae. 3.6

    ]ματε[ρ Δ. 2. 32.

    Lexicon to Pindar > μάτηρ

  • 19 μή

    μή neg.
    1 in principal cl.
    a c. pres. or aor. impv.

    μὴ κρύπτε κοινὸν σπέρμ O. 7.92

    μὴ βαλέτω O. 8.55

    μὴ νῦν λαλάγει τὰ τοιαῦτ O. 9.40

    μὴ παρίει καλά P. 1.86

    μὴ κάμνε λίαν δαπάναις P. 1.90

    μή, φίλα ψυχά, βίον ἀθάνατον σπεῦδε P. 3.61

    τῶ σε μὴ λαθέτω P. 5.23

    τό γ' ἐν ξυνῷ πεποναμένον εὖ μὴ λόγον βλάπτων ἁλίοιο γέροντος κρυπτέτω P. 9.94

    μὴ μάτευε Ζεὺς γενέσθαι I. 5.14

    μὴ φθόνει κόμπον I. 5.24

    ὁ δ' ἀθανάτων μὴ θρασσέτω φθόνος I. 7.39

    μὴ νῦν νεκτα[ρ Παρθ. 2.. μὴ πρεσβυτέραν ἀριθμοῦ δίωκε, θυμέ, πρᾶξιν fr. 127. 3. ὦ τάν, μή με κερτόμ[ει fr. 215. 4. μὴ σιγᾷ βρεχέσθω fr. 240. add. μήτε, in emphasis,

    μή νυν μήτ' ἀρετάν ποτε σιγάτω πατρῴαν μηδὲ τούσδ ὕμνους I. 2.43

    cf. P. 4.99
    b c. pres. or aor. opt., in wishes.

    μὴ θράσσοι χρόνος ὄλβον ἐφέρπων O. 6.97

    ὁ δ' ἐπαντέλλων χρόνος τοῦτο πράσσων μὴ κάμοι O. 8.29

    μή με λίποι καθαρὸν φέγγος P. 9.90

    μὴ φθονεραῖς ἐκ θεῶν μετατροπίαις ἐπικύρσαιεν P. 10.20

    εἴη μή ποτέ μοι τοιοῦτον ἦθος N. 8.35

    μή μοι κραναὰ νεμεσάσαι Δᾶλος I. 1.3

    μή μοι μέγας ἕρπων κάμοι ἐξοπίσω χρόνος ἔμπεδος Pae. 2.26

    c c. aor. subj., in prohibitions.

    μὴ ματεύσῃ θεὸς γενέσθαι O. 5.24

    μὴ δολωθῇς P. 1.92

    ὤνασσ' Ἀλάθεια, μὴ πταίσῃς ἐμὰν σύνθεσιν fr. 205. 2.
    2 in subord. cl.,
    a c. inf.

    ἡμιθέοισιν πόθον ἔνδαιεν Ἥρα ναὸς Ἀργοῦς, μή τινα λειπόμενον μένειν P. 4.185

    πέποιθα δὲ ξένον μή τιν' δαιδαλωσέμεν O. 1.103

    αὐδάσομαι ἐνόρκιον λόγον τεκεῖν μή τιν' πόλιν φίλοις ἄνδρα μᾶλλον εὐεργέταν O. 2.93

    ἐκέλευσεν ὅρκον μέγαν μὴ παρφάμεν O. 7.66

    εὔχομαι μὴ θέμεν O. 8.86

    παραγορεῖτο μή ποτε ταξιοῦσθαι O. 9.77

    ἔλπομαι μὴ χαλκοπάρᾳον ἄκονθ' ὡσείτ ἀγῶνος βαλεῖν ἔξω P. 1.44

    ταύτας δὲ μή ποτε τιμᾶς ἀμείρειν γονέων βίον P. 6.26

    ἀπομνύω μὴ τέρμα προβαὶς ἄκονθ' ὥτε χαλκοπάρᾳον ὄρσαι θοὰν γλῶσσαν N. 7.71

    ἀγαπατὰ δὲ καιροῦ μὴ πλαναθέντα πρὸς ἔργον ἕκαστον τῶν ἀρειόνων ἐρώ-

    των ἐπικρατεῖν δύνασθαι N. 8.4

    ἔστι δὲ τις λόγος ἀνθρώπων, τετελεσμένον ἐσλὸν μὴ χαμαὶ σιγᾷ καλύψαι N. 9.7

    ἀξιωθείην κεν Ἄργει μὴ κρύπτειν φάος ὀμμάτων N. 10.40

    χρή νιν εὑρόντεσσιν ἀγάνορα κόμπον μὴ φθονεραῖσι φέρειν γνώμαις I. 1.44

    ἀλλοτρίοισιν μὴ προφαίνειν fr. 42. 1.

    ὤμοσε γὰρ θεὸς μή μιν εὔφρον' ἐς οἶκον μήτ ἐπὶ γῆρας ἱξέμεν βίου Pae. 6.115

    [ἐγγυάσομαι μή μιν μηδ ἀφίξεσθαι (codd.: μὴ μὲν Hartung: ὔμμιν de Jongh e Σ.) O. 11.17] with litotes,

    ὀρθᾷ διακρίνειν φρενὶ μὴ παρὰ καιρὸν δυσπαλές O. 8.24

    ἔστι δ' ἐοικὸς ὀρειᾶν γε Πελειάδων μὴ τηλόθεν Ὠαρίωνα νεῖσθαι N. 2.12

    add. art.,

    ἄγνωμον δὲ τὸ μὴ προμαθεῖν O. 8.60

    cf. N. 5.14
    b in protasis of conditional sentence.

    εἰ δὲ μὴ ταχὺ λίποι O. 1.108

    εἰ μὴ στάσις σ' ἄμερσε O. 12.16

    εἰ μὴ θεὸς ἁγεμόνεσσι κυβερνατὴρ γένηται P. 4.274

    εἰ γάρ τις ἐσλὰ πέπαται μὴ σὺν μακρῷ πόνῳ P. 8.73

    εἰ μὴ φύλασσεν Ἀπόλλων Pae. 6.91

    c in final cl.,
    I

    ὡς... κελεύθοις ἁπλόαις ζωᾶς ἐφαπτοίμαν, θανὼν ὡς παισὶ κλέος μὴ τὸ δύσφαμον προσάψω N. 8.37

    II

    ὅπως... ἐν φρασὶ πάξαιθ, ὅπως σφίσι μὴ κοίρανος ὀπίσω μόλοι N. 3.62

    III

    ὄφρα... ὄφρα μὴ ταμίᾳ Κυράνας ἀτελὴς γένοιτο μαντεύμασιν P. 5.62

    IV where the conjunction is omitted c. opt.

    ἔνεικεν Λοκρῷ, μὴ καθέλοι μιν αἰὼν O. 9.60

    ὁμοῖα, Κρόνιδαι μάκαρες, διδοῖτ' μὴ φθινοπωρὶς ἀνέμων χειμερία κατὰ πνοὰ δαμαλίζοι χρόνον P. 5.120

    c. subj. “λῦσον, ἄμμιν μή τι νεώτερον ἐξ αὐτῶν ἀναστάῃ κακόν” (W. Schulze: -στήσης, -στήσῃ codd., Σ.) P. 4.155

    εἰμὶ δ' ἄσχολος ἀναθέμεν πᾶσαν μακραγορίαν μὴ κόρος ἐλθὼν κνίσῃ P. 8.32

    d in rel. cl.
    I c. ind.

    ὅσσα δὲ μὴ πεφίληκε Ζεύς, ἀτύζονται P. 1.13

    κωφὸς ἀνήρ τις, ὃς Ἡρακλεῖ στόμα μὴ περιβάλλει, μηδὲ P. 9.87

    ὃς μὴ πόθῳ κυμαίνεται, ἐξ ἀδάμαντος ἢ σιδάρου κεχάλκευται fr. 123. 4.
    II c. subj. ἀμνάμονες δὲ βροτοί, ὅ τι μὴ σοφίας

    ἄωτον ἄκρον κλυταῖς ἐπέων ῥοαῖσιν ἐξίκηται ζυγέν I. 7.18

    ἀλλ' ᾧτινι μὴ λιπότεκνος σφάλῃ πάμπαν οἶκος Παρθ. 1. 16.
    3 c. part., adj.
    b where the phrase is equivalent to a general rel. cl., cf. 2d supra. τὸ δὲ μὴ Δὶ φίλτερον σιγῷμι πάμπαν fr. 81 ad

    Δ. 2. ἀπειρομάχας ἐών κε φανείη λόγον ὁ μὴ συνιείς N. 4.31

    c αἰδέομαι μέγα εἰπεῖν ἐν δίκᾳ τε μὴ κεκινδυνευμένον ( and which was perhaps unjustly undertaken: “μή... ut ad... subiectivum quod dicunt iudicium suum rem revocaret”, Boeckh) N. 5.14
    4 fragg. ]μή μο[ι Πα. 7B. 7. ] μὴ φ[ P. Oxy. 1792, fr. 8.

    Lexicon to Pindar > μή

  • 20 φάος

    φᾰος (φάος, -ει, -ος.)
    a lit.,
    I light

    ἔφλεξεν εὐώπιδος σελάνας ἐρατὸν φάος O. 10.75

    esp., light of day,

    φάει δὲ πρόσωπον ἐν καθαρῷ νίκαν Κρισαίαις ἐνὶ πτυχαῖς ἐπαγγελεῖ P. 6.14

    ἄνευ σέθεν οὐ φάος, οὐ μέλαιναν δρακέντες εὐφρόναν N. 7.3

    ἐκ νυκτὸς ἀμίαντον ὄρσαι φάος fr. 108b. 2. νεκρὸν ἵππον στυγέοισι λόγῳ κείμενον ἐν φάει, κρυφᾷ δὲ fr. 203.
    II light of this world, life

    ἦλθεν δ' ὑπὸ σπλάγχνων Ἴαμος ἐς φάος αὐτίκα O. 6.44

    ἀγλαὸν ἐς φάος ἰόντες δίδυμοι παῖδες Πα. 12. 15, cf. O. 4.15, I. 6.62
    III light, gaze

    ἀξιωθείην κεν Ἄργει μὴ κρύπτειν φάος ὀμμάτων N. 10.40

    II met.,
    I light ( of fame), splendour

    τόνδε κῶμον, χρονιώτατον φάος εὐρυσθενέων ἀρετᾶν O. 4.10

    ἄπονον δ' ἔλαβον χάρμα παῦροί τινες, ἔργων πρὸ πάντων βιότῳ φάος O. 10.23

    cf. ] το βιότῳ φάος[ ?fr. 334a. 7.

    τίν γε μὲν ἀεθλοφόρου λήματος ἕνεκεν Νεμέας Ἐπιδαυρόθεν τ' ἄπο καὶ Μεγάρων δέδορκεν φάος N. 3.84

    σφόδρα δόξομεν δαίων ὑπέρτεροι ἐν φάει καταβαί-

    νειν N. 4.38

    of pers.,

    εὐάρματον ἄνδρα γεραίρων, Ἀκραγαντίνων φάος I. 2.17

    II light ( of hope); comfort, deliverance (cf. Fraenkel on Agam. 522.)

    ὑπ' ἀμαχανίας ἄγων ἐς φάος τόνδε δᾶμον ἀστῶν O. 5.14

    ἐσσὶ δ' ἰατὴρ ἐπικαιρότατος, Παιάν τέ σοι τιμᾷ φάος the comfort you bring P. 4.270 ἐρευνασάτω μεγαλάνορος Ἡσυχίας τὸ φαιδρὸν φάος fr. 109. 2. of pers.,

    ἀστέρος οὐρανίου φαμὶ τηλαυγέστερον κείνῳ φάος ἐξικόμαν κε P. 3.75

    c frag. τὸ δ' ἀλαθε[ ] κατέστα φάος[ ?fr. 337. 10.

    Lexicon to Pindar > φάος

См. также в других словарях:

  • ὀμματῶν — ὀμματόω furnish with eyes pres part act masc voc sg (doric aeolic) ὀμματόω furnish with eyes pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) ὀμματόω furnish with eyes pres part act masc nom sg ὀμματόω furnish with eyes pres inf act (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀμμάτων — ὄμμα eye neut gen pl ὀμματόω furnish with eyes imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) ὀμματόω furnish with eyes imperf ind act 1st sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • с глаз долой, из памяти(сердца) вон — В глазах мил, за глаза постыл. Ср. Ну его... Другого полюблю! Видно, у тебя с глаз долой, так из думы вон. Так что ли? П.И. Мельников. В лесах. 1, 4. Ср. Забвение естественный удел всякого отсутствующего. А.С. Пушкин. Ср. Aus den Augen, aus dem… …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона

  • Cataléctico — Saltar a navegación, búsqueda Cataléctico: verso de la poesía griega y latina, al que le falta una sílaba al fin, o en el cual es imperfecto alguno de los pies. Una línea cataléctica es una línea métricamente incompleta, a la que le falta una… …   Wikipedia Español

  • Teeteto — Para otros usos de este término, véase Teeteto (desambiguación). Teeteto, en griego Θεαίτητος, en latín Theaetetus o Theaitetos (Atenas c. 417 a. C. 369 a. C.), hijo de Eufronio, del demo ateniense de Sunión, fue un matemático …   Wikipedia Español

  • ABANNATIO — ἀπενιαυτισμός Graecis, annuum denotat exilium, quodindici olim apud Graecos, illis solebat, qui involuntariam caedem commisissent, Budaeus in Annotat. l. aut facta. 16. §. eventus, ff. de poen. vide Calvin. Lexic.Iurid. Sicariorum enim ἐκ… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • AMARUM — in coloribus, idem quod austerum, plenum, saturum, etc. Sic πικρὸν Graecis in tinctura vel colore, quod valde coloratum est. Epiphanius de Smaragdo, Καὶ ὁ μὲν Νερωνιανὸς πικρός ἐςτι τῶ εἴδει σφόδρα χλωρίζων, Et Neronianus quidem amarus, aspectu,… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • OCULI moribundo — ante ipsum animae exitum, nec tactu, nedum pressurâ digitorum, utcumque leviusculâ quidem, apud Hebraeos regulariter claudebantur; ne inde qui sic clauderet, adeo infirmo mortem forte acceleraret. Mortuo vero claudi ab adstantibus, maxime… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • SCEPTRUM — Regum insigne. Hoc initiô Hasta ruit, teste Iustino l. 43. c. 3. Ubi de Romulo loquens, ait: Per ea adhuc tempora Reges hastas pro diademata habebant, quas Graeci Sceptra dixêre. Nam et ab origine rerum, pro Diis immortalibus, Veteres hastas… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ένυπνος — ἔνυπνος, ον (Α) ενύπνιος, αυτός που συμβαίνει ή εμφανίζεται στον ύπνο («ἔμαθον ἔνυπνον ὀμμάτων ἐμῶν ὄψιν», Ευρ.) …   Dictionary of Greek

  • από — (I) (AM ἀπό) πρόθ. σημαίνει 1. απομάκρυνση από τόπο, πρόσωπο, πράγμα, ενέργεια («έφυγε από την πόλη», «ἀπὸ θαλάσσης ᾠκίσθησαν») 2. αλλαγή («από δήμαρχος κλητήρας», «ἀθανάταν ἀπὸ θνατᾱς ἐποίησας Βερενίκαν») 3. προέλευση από τόπο ή πρόσωπο («πήρε… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»